Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ξηροφαγία ξη-ρο-φα-γί-α ουσ. (θηλ.) & ξεροφαγία 1. λιτή, στεγνή διατροφή, που περιέχει φυτικές ουσίες ωμές, χωρίς λάδι: Την περίοδο της νηστείας περιοριζόμαστε σε ~ (: τρώμε ψωμί, χαλβά, ελιές, φρούτα, λαχανικά). Βλ. -φαγία. 2. μη μαγειρεμένη τροφή, πρόχειρο φαγητό. [< μτγν. ξηροφαγία]

-φαγία

-φαγία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατανάλωση συγκεκριμένης κατηγορίας, ποσότητας ή/και ποιότητας τροφών: κρεατο~/ξηρο~/χορτο~.|| Μονο~/πολυ~/υπερ~.|| Καλο~.|| (κατ' επέκτ.) Ονυχο~. || ανθρωπο~/θεο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.