Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ξυστήρι ξυ-στή-ρι ουσ. (ουδ.) & ξύστης (ο): εργαλείο για ξύσιμο: ~ για λεμόνια (: για καθαρισμό της φλούδας). ~ πλάτης (: για ανακούφιση από τη φαγούρα. Πβ. χεράκι πλάτης). Πβ. ξέστρο, ξύστρα. Βλ. σπάτουλα, -τήρι. [< μτγν. ξυστήριον, μεσν. ξύστης]

σπάτουλα

σπάτουλα

σπά-του-λα ουσ. (θηλ.) 1. εργαλείο με λαβή και φαρδύ έλασμα, συνήθ. ορθογώνιου σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται κυρ. για ανακάτεμα και άπλωμα υλικών ή για ξύσιμο επιφανειών: (ΜΑΓΕΙΡ.-ΖΑΧΑΡ.) μεταλλική/ξύλινη/πλαστική ~. ~ ζαχαροπλαστικής.|| ~ ζωγραφικής.|| (ΟΙΚΟΔ.) Ανοξείδωτη ~ φινιρίσματος. Τοποθέτηση κόλλας με οδοντωτή ~. 2. (μτφ.-προφ.) γλείψιμο, κολακεία. [< βεν. spatola < λατ. spat(h)ula, υποκ. του spat(h)a < αρχ. σπάθη]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.