ανοχή
[ἀνοχή] α-νο-χή ουσ. (θηλ.) 1. συμπεριφορά κατά την οποία αντιμετωπίζεται με σεβασμό, υπομονή ή διαλλακτική στάση οτιδήποτε διαφορετικό ή δυσάρεστο: θρησκευτική (= ανεξιθρησκία)/κοινωνική/πολιτική/σιωπηρή ~. ~ της διαφορετικότητας/προς τις μειονότητες. Έδειξε ~ στην (: ανέχτηκε την) απειρία του. Ξεπέρασαν κάθε όριο ~ής. Πβ. διαλλακτικότητα, επιείκεια. ΣΥΝ. ανεκτικότητα ΑΝΤ. δυσανεξία (2) 2. ΤΕΧΝΟΛ. επιτρεπτή απόκλιση της τιμής ενός μεγέθους από την προβλεπόμενη: εδαφική/κατασκευαστική ~. ~ θερμοκρασίας/συχνότητας. ~ές διαστάσεων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ βλαβών. ~ σε σφάλματα. 3. ΙΑΤΡ. ικανότητα του οργανισμού να υφίσταται, χωρίς συμπτώματα ή αντίδραση, τη δράση φαρμάκου, φυσικής ή χημικής ουσίας: διαταραγμένη/παθολογική ~ γλυκόζης (: τα επίπεδα σακχάρου βρίσκονται μεταξύ των φυσιολογικών και των διαβητικών τιμών). Ανοσολογική ~ (: απουσία ανοσιακής αντίδρασης σε ορισμένο αντιγόνο).|| (ειδικότ.) Ανέπτυξε ~ στο φάρμακο (: λόγω παρατεταμένης χρήσης). Βλ. εθισμός, εξάρτηση. ΑΝΤ. δυσανεξία (1) ● ΣΥΜΠΛ.: οίκος ανοχής (ευφημ.): πορνείο. Πβ. χαμαιτυπείο. ΣΥΝ. μπουρδέλο (1) [< γαλλ. maison de tolérance] , ψήφος ανοχής: που δίνεται στην κυβέρνηση από βουλευτές της αντιπολίτευσης ως προσπάθεια αποφυγής πρόωρων εκλογών (και όχι ως ένδειξη υποστήριξης της πολιτικής της). Βλ. ψήφος εμπιστοσύνης., μηδενική ανοχή βλ. μηδενικός [< 1: αρχ. ἀνοχή 2,3: γαλλ. tolérance]
διαδικτυακός, ή, ό δι-α-δι-κτυ-α-κός επίθ.: ΔΙΑΔΙΚΤ. που σχετίζεται με το διαδίκτυο: ~ός: ακτιβισμός/διαγωνισμός/εκφοβισμός/κόμβος/φίλος. ~ή: αγορά/διαφήμιση/εκπαίδευση/επικοινωνία/εφημερίδα/κοινότητα/μηχανή αναζήτησης/παρουσίαση/πλατφόρμα/πύλη (= πόρταλ)/σελίδα (= ιστοσελίδα)/συζήτηση/συνάντηση/συνέντευξη/τηλεόραση/τηλεφωνία (βλ. σκάιπ). ~ό: έγκλημα/περιβάλλον/περιοδικό/ραδιόφωνο. ~οί: σύνδεσμοι (= λινκς)/χρήστες. ~ές: εφαρμογές/παραπομπές/υπηρεσίες. ~ά: εργαλεία/παιχνίδια/προϊόντα. Πβ. δικτυακός, ηλεκτρονικός, ιντερνετικός, η-. ● επίρρ.: διαδικτυακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: διαδικτυακό σεξ βλ. σεξ, διαδικτυακό/ηλεκτρονικό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός [< αγγλ. internet, 1974]
εθνόσημο[ἐθνόσημο] ε-θνό-ση-μο ουσ. (ουδ.): το εθνικό έμβλημα κυρ. ως διακριτικό σε πηλήκια, μπερέδες και στολές· το ελληνικό διακριτικό σήμα με τη μορφή λευκού σταυρού, μέσα σε περ. τετράγωνο μπλε πλαίσιο, με δάφνινο στεφάνι γύρω του: κεντητό/μεταλλικό/χαραγμένο ~.|| ~α και διάσημα. (για διεθνή παίκτη) Φόρεσε τη φανέλα με το ~. Βλ. -σημο. [< γερμ. Staatswappen]
εκδοτικός, ή, ό [ἐκδοτικός] εκ-δο-τι-κός επίθ.: που αναφέρεται στον εκδότη ή την έκδοση: ~ός: όμιλος/οργανισμός/χώρος. ~ή: βιομηχανία/δραστηριότητα/επιμέλεια/επιτυχία/παραγωγή/προσπάθεια/πρωτοβουλία. ~ό: γεγονός (της χρονιάς)/έργο/πρόγραμμα/σημείωμα (= εντιτόριαλ)/τμήμα. ~ές: επιχειρήσεις. ~ά: δικαιώματα (= κοπιράιτ)/συγκροτήματα/συμφέροντα. ~ή ομάδα του περιοδικού.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Επιτραπέζια ~ά συστήματα.|| Αυτόματα ~ά μηχανήματα (εισιτηρίων). ● ΣΥΜΠΛ.: εκδοτική τράπεζα: στην οποία έχει παραχωρηθεί από το κράτος το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης χαρτονομισμάτων: κεντρική ~ ~. Βλ. νομισματοκοπείο., εκδοτικός οίκος: εταιρεία που αναλαμβάνει εκδόσεις. [< αγγλ. publishing house] [< μεσν. εκδοτικός 'συμφωνημένος']
έρευνα
[ἔρευνα] έ-ρευ-να ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -εύνης | -ών}: σύνολο οργανωμένων ενεργειών που γίνονται με σκοπό την εύρεση, τη συλλογή ή την ερμηνεία στοιχείων: ανακριτική/δημόσια/(ιατρο)δικαστική/διοικητική/εντατική/μυστική/πανελλαδική/πολύπλευρη ~. Αντικείμενο/πεδίο ~ας. Γραφείο ιδιωτικών ~ών (βλ. ντετέκτιβ). Μετά από εξονυχιστική ~ στο σπίτι του δράστη ... Εντείνεται/ολοκληρώθηκε/συνεχίζεται η εισαγγελική ~ για επικίνδυνα τρόφιμα. Κάνω/ξεκινώ ~. Το θέμα είναι/παραμένει υπό ~ (= ερευνάται). Διατάχθηκε διεξοδική ~ της υπόθεσης. Στο σκοτάδι οι ~ες για τη ληστεία. Η προκαταρκτική ~ (= προ~) ανατέθηκε στον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.|| Ανασκαφική/αρχαιολογική/αυτόνομη/γενετική/δημογραφική/διαστημική/επιδημιολογική/ιστορική/κλινική/κοινωνική/περιβαλλοντική/τεχνολογική/φιλολογική ~. Ακαδημαϊκή/εκπαιδευτική/εμπειρική/πειραματική/πιλοτική/ποιοτική/ποσοτική/πρωτογενής/πρωτότυπη/στατιστική/στοχευμένη ~. ~ αιχμής. ~ κοινής γνώμης (πβ. γκάλοπ, δημοσκόπηση, σφυγμομέτρηση). ~ ικανοποίησης πελατών/χρηστών. Σύμφωνα με επίσημη ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης ... Το συμπέρασμα προκύπτει από ~ που πραγματοποίησε ... Συμμετοχή ασθενών σε επιστημονική ~. Πρόσφατες ~ες για λογαριασμό του Υπουργείου. Ελεύθερη ~ και διακίνηση ιδεών. Πβ. μελέτη, σπουδή. ● ΣΥΜΠΛ.: βασική έρευνα: που αποσκοπεί στην απόκτηση και διεύρυνση των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων σε συγκεκριμένο αντικείμενο, χωρίς να δίνεται έμφαση στην πρακτική τους εφαρμογή., επιχειρησιακή έρευνα: εφαρμογή μαθηματικών κυρ. μεθόδων, προκειμένου να μελετηθούν προβλήματα που σχετίζονται με πολύπλοκα συστήματα, με σκοπό τη βελτιστοποίησή τους: πιθανότητες/προσομοίωση/στατιστική και ~ ~. (ως γνωστικό αντικείμενο, με κεφαλ. τα αρχικά Ε) Θεωρητική και Εφαρμοσμένη ~ ~. [< αγγλ. operations/operational research, 1943, γαλλ. recherche opénationelle, 1956] , έρευνα αξιολόγησης: που αποσκοπεί στην αξιολόγηση αγαθών, προγραμμάτων, υπηρεσιών: ~ ~ των διδακτικών βιβλίων. [< αγγλ. evaluative research, 1966] , έρευνα δράσης: ΠΑΙΔΑΓ. συμμετοχικός τύπος έρευνας που αποσκοπεί στην εύρεση λύσεων σε πραγματικά προβλήματα. [< αγγλ. action-research, 1945] , έρευνα και ανάπτυξη: ΟΙΚΟΝ. σύνολο ενεργειών που αποσκοπούν στη βελτίωση προϊόντων και υπηρεσιών και στον σχεδιασμό και προώθηση πρότυπων εφαρμογών, καινοτόμων λύσεων· το αντίστοιχο τμήμα εταιρειών: ~ ~ πληροφοριακών συστημάτων/τεχνολογιών αιχμής. [< αγγλ. research and development, 1923] , εφαρμοσμένη έρευνα: που επεξεργάζεται θεωρητικές επιστημονικές γνώσεις για την αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων ή τον σχεδιασμό πρακτικών μέσων για την εξυπηρέτηση ενός συγκεκριμένου τομέα., σωματική έρευνα & σωματικός έλεγχος: που γίνεται συνήθ. από αστυνομικό όργανο με σκοπό την ανακάλυψη κυρ. όπλων, εκρηκτικών ή ναρκωτικών που μπορεί να κρύβει κάποιος στο σώμα του: ~ ~ στο αεροδρόμιο/γήπεδο. Βλ. ανιχνευτής. [< αγγλ. body search] , βαλλιστική εξέταση βλ. βαλλιστικός, δειγματοληπτικός έλεγχος/δειγματοληπτική έρευνα βλ. δειγματοληπτικός, Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας βλ. ειδικός, έρευνα αγοράς βλ. αγορά, έρευνα/μελέτη πεδίου βλ. πεδίο, τυφλή μελέτη βλ. τυφλός ● ΦΡ.: κατ' οίκον έρευνα: που διενεργείται νόμιμα στο σπίτι κάποιου: ένταλμα ~ ~ας (πβ. αναζήτηση, ψάξιμο). Σε νομότυπη ~ ~ που ακολούθησε/έγινε από άνδρες του Τμήματος Ασφαλείας βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών. Βλ. οικογενειακό άσυλο/άσυλο κατοικίας. [< αρχ. ἔρευνα ‘αναζήτηση, διερεύνηση’, γαλλ.-αγγλ. investigation, γαλλ. recherche, αγγλ. research]
ευγηρία[εὐγηρία] ευ-γη-ρί-α ουσ. (θηλ.) (σπάν.-λόγ.): καλά, ευτυχισμένα γηρατειά: (σπανιότ.) κέντρο/στέγη ~ας. Συνηθέστ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: οίκος ευγηρίας (επίσ.): γηροκομείο. [< αρχ. εὐγηρία]
ευκτήριος, α, ο [εὐκτήριος] ευ-κτή-ρι-ος επίθ.: ΕΚΚΛΗΣ. βλ. -τήριος. Μόνο στα ● Ουσ.: ευκτήριο(ν) (το): μέρος για προσευχή: ορθόδοξα ~α. Τεμένη και ~α. ● ΣΥΜΠΛ.: ευκτήριος οίκος: χώρος προορισμένος για θρησκευτική λατρεία· κατ' επέκτ. ναός: άδεια λειτουργίας/ίδρυση ~ίου ~ου. Βλ. εκκλησία. [< μεσν. ευκτήριος]
ημιελεύθερος, η, ο [ἡμιελεύθερος] η-μι-ε-λεύ-θε-ρος επίθ.: που χαρακτηρίζεται από μερική ελευθερία: ~η: κτηνοτροφία (βλ. νομαδικός, οικόσιτος). Άγρια ζώα σε ~η κατάσταση/~ο περιβάλλον.|| (ΝΟΜ.) ~η: διαβίωση (: καθεστώς ημιελευθερίας κατά την έκτιση της ποινής φυλάκισης).
-ισμόςεπίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
λευκός, ή, ό λευ-κός επίθ. 1. που έχει το χρώμα του χιονιού ή του γάλακτος ως αποτέλεσμα της αντανάκλασης όλων των ακτίνων φωτός: ~ός: αφρός/πίνακας. ~ή: κιμωλία/κλωστή/σελίδα (: που δεν έχει γραμμές ή είναι άγραφη)/ταινία. ~ό: νυφικό/περιστέρι (: σύμβολο της ειρήνης)/πουκάμισο/τριαντάφυλλο/φόντο/χαρτί. ~ά: άνθη/δόντια. ~ά: μαλλιά (: με ~ές τρίχες· βλ. κατά-, πάλ-λευκος)/πανιά. Πρόσωπο ~ό σαν (το) χιόνι.|| ~ό: τοπίο. ~ά: Χριστούγεννα. Πβ. χιονισμένος.|| (για ορισμένα ζώα) ~ός: καρχαρίας. ~ή: φάλαινα. ΣΥΝ. άσπρος (1) ΑΝΤ. μαύρος (1) 2. του οποίου το χρώμα πλησιάζει το λευκό, συνήθ. σε αντιδιαστολή με άλλα ομοειδή που είναι πιο σκούρα: ~ή: σοκολάτα. ~ό: τσάι (βλ. πράσινο)/ψωμί (βλ. ολικής αλέσεως). ΑΝΤ. μαύρος.|| ~ή: σάλτσα. ~ό: κρασί (: με κιτρινωπό χρώμα)/κρέας (π.χ. κοτόπουλο)/λάχανο. ~ά: σταφύλια. Φρούτα με ~ή σάρκα (= λευκόσαρκα). Βλ. κόκκινος.|| ~ό: τυρί (π.χ. φέτα, βλ. κίτρινο).|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: κηλίδες (στο δέρμα/στα δόντια).|| ~ή: φυλή (βλ. κίτρινη, κόκκινη, μαύρη). ~ό: δέρμα. Βλ. έγχρωμος, ερυθρόδερμος. 3. (μτφ.) που δεν έχει τίποτα το επιλήψιμο: ~ό: παρελθόν (πβ. αγνό, αθώο, ακηλίδωτο, άσπιλο)/(ΝΟΜ.) ποινικό μητρώο (: χωρίς νομικά παραπτώματα, πβ. καθαρό, ΑΝΤ. βεβαρημένο). ● Ουσ.: λευκά (τα) 1. σύνολο από λευκά εσώρουχα ή άλλα λευκά είδη: Πλένουμε χωριστά τα χρωματιστά από τα ~. Πβ. ασπρόρουχα. 2. τα άσπρα πιόνια στο σκάκι: Παίζουν τα ~. 3. ΤΥΠΟΓΡ. τα λεπτότερα και λιγότερο έντονα στοιχεία γραμματοσειράς. Βλ. ημίμαυρος, μπολντ., λευκό (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: αποχρώσεις του ~ού. Το ~ του πάγου.|| (στον πληθ., μτφ.) Όλη η χώρα στα ~ά (: λόγω του χιονιού). ΣΥΝ. άσπρο (1) ΑΝΤ. μαύρο (1) 2. λευκή ψήφος, λευκό ψηφοδέλτιο: Έδωσε/έριξε/ψήφισε ~., Λευκοί (οι) {σπανιότ. στον εν.}: το σύνολο των ανθρώπων που έχουν λευκή επιδερμίδα και των οποίων τα μάτια δεν είναι σχιστά. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκά αιμοσφαίρια: λευκοκύτταρα. Βλ. ερυθρός., λευκά είδη: σεντόνια, κουβέρτες, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, κουρτίνες, μαξιλαροθήκες λευκού χρώματος: ~ ~ κουζίνας/προικός. ~ ~ για ξενοδοχεία/παιδιά. Πβ. ασπρόρουχα. [< αγγλ. white goods, 1900] , λευκή ζώνη 1. θαλάσσια περιοχή στην οποία επιτρέπεται η αλιεία. 2. (στον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό της Κύπρου) έκταση γης στην οποία απαγορεύεται η οικοδομική δραστηριότητα. 3. ΑΘΛ. (& συχνότ. άσπρη ζώνη) η πρώτη ζώνη που αποκτούν οι αθλούμενοι στις πολεμικές τέχνες και προσδιορίζει το χαμηλότερο επίπεδο τεχνικής και εμπειρίας τους στο άθλημα. Βλ. μαύρη ζώνη., Λευκός Πύργος: ΙΣΤ. κυκλικός οχυρωματικός πύργος του 15ου αι. που χρησιμοποιήθηκε επί τουρκοκρατίας ως φυλακή θανατοποινιτών και αποτελεί σήμερα ιστορικό μνημείο, σύμβολο της Θεσσαλονίκης., ο Λευκός Οίκος: η επίσημη κατοικία και το γραφείο του προέδρου των ΗΠΑ· συνεκδ. η εκτελεστική εξουσία της κυβέρνησης των ΗΠΑ και οι φορείς της: συνάντηση στον ~ό ~ο.|| Αξιωματούχος/εκπρόσωπος του ~ού ~ου. [< αμερικ. White House] , αθώα/λευκή περιστερά βλ. περιστερά, άσπρη/λευκή γραμμή βλ. γραμμή, λευκά ποτά βλ. ποτό, λευκές νύχτες βλ. νύχτα, λευκές συσκευές βλ. συσκευή, λευκή απεργία βλ. απεργία, Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο βλ. βίβλος, λευκή επιταγή βλ. επιταγή, λευκή ισοπαλία βλ. ισοπαλία, λευκή κάρτα βλ. κάρτα, λευκή κόλλα βλ. κόλλα, λευκή λίστα βλ. λίστα, λευκή νύχτα βλ. νύχτα, λευκή ουσία βλ. ουσία, λευκή σημαία βλ. σημαία, λευκή ψήφος βλ. ψήφος, λευκό κελί βλ. κελί, λευκό κολάρο βλ. κολάρο, λευκό συμβόλαιο βλ. συμβόλαιο, λευκό φως βλ. φως, λευκό ψέμα βλ. ψέμα, λευκός θάνατος βλ. θάνατος, λευκός θόρυβος βλ. θόρυβος, λευκός ιππότης βλ. ιππότης, λευκός καπνός βλ. καπνός, λευκός νάνος βλ. νάνος, λευκός/εικονικός γάμος βλ. γάμος, πολική αρκούδα βλ. αρκούδα ● ΦΡ.: εν λευκώ (λόγ.): με απεριόριστη ελευθερία (κινήσεων), χωρίς επιφυλάξεις: ~ ~ ανάθεση (μιας υπόθεσης). Έδωσε/ζήτησε ~ ~ έγκριση/εξουσιοδότηση. Διαχειρίζεται ~ ~ την περιουσία της οικογένειας. Υπέγραψε ~ ~., εμπόριο λευκής σαρκός βλ. σαρξ, ντύνομαι στα λευκά βλ. ντύνω, σε λευκό κλοιό βλ. κλοιός [< αρχ. λευκός, γαλλ. blanc, αγγλ. white]
-λογίαεπίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
ναύτηςναύ-της ουσ. (αρσ.) {-η (λόγ.) -ου | -ών} ΝΑΥΤ. 1. έφεδρος του Πολεμικού Ναυτικού. Βλ. αερο~, αστρο~, κοσμο~, κυβερνο~, πεζο~, ρομπο~, δίοπος, οπλίτης. 2. μέλος του πληρώματος πλοίου (του Εμπορικού Ναυτικού), το οποίο δεν φέρει κάποιο βαθμό: ~ καταστρώματος (βλ. οπτήρας). Πβ. ναυτικός. Βλ. ναυτόπαις. ● Υποκ.: ναυτάκι (το) 1. μικρός ναύτης. 2. παιδί ντυμένο με ναυτικά. ● ΣΥΜΠΛ.: Οίκος Ναύτου: Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου που αναλαμβάνει την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την επιδότηση των άνεργων ναυτικών και των οικογενειών τους: οι ασφαλισμένοι του ~ου ~. Βλ. ΝΑΤ. [< γαλλ. Maison du marin] , αφανής ναύτης βλ. αφανής [< αρχ. ναύτης]
οργανισμός[ὀργανισμός] ορ-γα-νι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΙΟΛ. κάθε μορφή ζωής που αποτελείται από αλληλοεξαρτώμενα δομικά στοιχεία τα οποία επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες: ζωικοί (= ζώα)/παρασιτικοί/φυτικοί (= φυτά) ~οί. Θαλάσσιοι/υδρόβιοι ~οί. Μονοκύτταροι/πολυκύτταροι ~οί. Ευκαρυωτικοί/προκαρυωτικοί ~οί. Εξέλιξη/μελέτη/ποικιλία των ~ών. Βλ. μικρο~, ον.|| Γενετικά τροποποιημένοι ~οί (ακρ. ΓΤΟ). Βλ. -ισμός. 2. το σύνολο των οργανικών συστημάτων του ανθρώπινου σώματος: άμυνα/ανοσία/αντοχή/αποτοξίνωση/ενδυνάμωση/επιβάρυνση/ευπάθεια/θωράκιση/προστασία του ~ού. Οι ανάγκες του ~ού σε θρεπτικές ουσίες. Ιχνοστοιχείο απαραίτητο για τον ~ό. Το στρες είναι επιβλαβές για τον ~ό.|| (κατ' επέκτ.) Έχει γερό ~ό (πβ. κράση). 3. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Ο) δομημένη οργάνωση που ακολουθεί ορισμένες διαδικασίες για την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών: δημοτικός/διεθνής/εθνικός/(ημι)κρατικός/κυβερνητικός/παγκόσμιος/περιφερειακός ~. Ανεξάρτητος/ανθρωπιστικός/εθελοντικός/κοινωφελής/μη κερδοσκοπικός ~. Αθλητικός/αναπτυξιακός/δημοσιογραφικός/εκδοτικός/εκπαιδευτικός/επενδυτικός/επιστημονικός/καλλιτεχνικός/(χρηματο)οικονομικός/πολιτικός/πολιτιστικός/τηλεπικοινωνιακός/τουριστικός/τραπεζικός ~. Δράση/έδρα/επωνυμία/έργο/καταστατικό/κλιμάκιο/μέλη/παροχές/υπηρεσίες ~ού. ~ δημοσίου/ιδιωτικού δικαίου. ~ αξιολόγησης/τυποποίησης/χρηματοδότησης.|| (ειδικότ.) ~ Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ακρ. ΟΤΑ). ~ Σιδηροδρόμων Ελλάδας (ακρ. ΟΣΕ). 4. (μτφ.) κάθε σύστημα ή σύνολο που θεωρείται ανάλογο σε δομή και λειτουργία με ζωντανό οργανισμό: το σχολείο ως κοινωνικός ~.|| (ΟΙΚΟΔ.) Φέρων ~ κτιρίου (: σκελετός). ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικός Οργανισμός Εργασίας (ΕΟΕ): ΝΠΔΔ που υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και προέκυψε από τη συγχώνευση του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού, του Οργανισμού Εργατικής Εστίας και του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας., ασφαλιστικός οργανισμός βλ. ασφαλιστικός, Οργανισμός Δικαστηρίων βλ. δικαστήριο, Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ)/Ηνωμένα Έθνη (ΗΕ) βλ. ηνωμένος ● ΦΡ.: τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του (προφ.): για κάποιον που προκαλεί ή ανέχεται μια δυσάρεστη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να δίνει την εντύπωση ότι του αρέσει: ~ ~ το δούλεμα. ΣΥΝ. τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του [< πβ. μτγν. ὀργανισμός ‘συσκευή’ 1,2: γαλλ. organisme 3: γαλλ. organisme, organisation, αγγλ. organism]
περιορισμόςπε-ρι-ο-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. διατήρηση κατάστασης μέσα σε συγκεκριμένα όρια, μείωση, ελάττωση: ~ των δαπανών (πβ. περι-κοπή, -στολή)/του ελλείμματος/των εξοπλισμών/των εξουσιών/της καταστροφής/της κερδοσκοπίας (= παρεμπόδιση)/της κυκλοφορίας/της μετάδοσης του ιού/της παραγωγής/της ρύπανσης (πβ. έλεγχος). ~ των δικαιωμάτων/ελευθεριών (πβ. φαλκίδευση). ~ στην κατανάλωση ρεύματος. Μέτρα για τον ~ό του προβλήματος. Αποφασίστηκε ο ~ της χρήσης ... Πβ. τιθάσευση.|| (ΝΟΜ.) Απαλλαγή ή ~ της ευθύνης (= μετριασμός). 2. (κατ' επέκτ.) όριο: Δεν υπάρχει (ποσοτικός) ~ στον αριθμό των αποσκευών. Έθεσαν χρονικό ~ό (= περιθώριο) στην υλοποίηση του προγράμματος. 3. απομόνωση, εγκλεισμός: Βρίσκεται/είναι/παρέμεινε σε/υπό ~ό (: σε νοσοκομείο ή σε ειδικό χώρο φυλάκισης). Του επιβλήθηκε η ποινή του ~ού. Βλ. -ισμός. ● περιορισμοί (οι) 1. περιοριστικά μέτρα: εμπορικοί (= εμπάργκο, κυρώσεις)/κοινωνικοί (= κανόνες, συμβάσεις) ~. ~ δόμησης (βλ. ρήτρα). ~ στην ελευθερία έκφρασης (πβ. λογοκρισία). Επέβαλαν αυστηρούς ~ούς.|| (ΝΟΜ.) Άρθηκαν οι ~. Υποβάλλομαι/υπόκειμαι σε ~ούς.|| Άτομο χωρίς ηθικούς ~ούς (= αναστολές, φραγμούς). 2. δυσκολίες, εμπόδια: επενδυτικοί/τεχνικοί ~. ● ΦΡ.: με τον περιορισμό ότι: με τον όρο, με την προϋπόθεση ότι., σε κατ' οίκον περιορισμό & (λόγ.) υπό κατ' οίκον περιορισμό: σε απομόνωση στο σπίτι (ως ποινή ή καραντίνα): Καταδικάστηκε/τέθηκε ~ ~. Τελεί υπό ~ ~. [< αγγλ. house arrest] , χωρίς περιορισμό: ελεύθερα ή απεριόριστα: Πρόσβαση ~ (κανέναν) ~.|| Μιλήστε ~ ~! [< μτγν. περιορισμός, γαλλ. limitation]
-σημο{-σήμου (σπανιότ.) -σημου | -σήμων (σπανιότ.) -σημων}: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για δήλωση είδους ενσήμου, χαρτοσήμου: γραμματό~.|| Μεγαρό~/σπατό~. Δωρό~/εργό~/φορό~.|| Γρηγορό~.|| (παλαιότ.) Δικηγορό~/μηχανό~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ