Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οδοιπόρος [ὁδοιπόρος] ο-δοι-πό-ρος ουσ. (αρσ.) (επίσ.): αυτός που διανύει μεγάλες συνήθ. αποστάσεις με τα πόδια: ακούραστος/μοναχικός ~. Πβ. πεζοπόρος, στρατοκόπος. Βλ. διαβάτης, περιηγ-, περιπατ-ητής, συν~.|| (μτφ.) ~ της ζωής.|| (σπάν., ως επίθ.) ~ος: μοναχός. ● ΦΡ.: ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει βλ. αμαρτία [< αρχ. ὁδοιπόρος]

αμαρτία

αμαρτία [ἁμαρτία] α-μαρ-τί-α ουσ. (θηλ.) {αμαρτι-ών} 1. παράβαση θείου, θρησκευτικού ή ηθικού νόμου: ασυγχώρητη/βαριά/γλυκιά/θανάσιμη/μεγάλη/μικρή ~. Διαπράττω/κάνω ~. Πέφτω σε ~. Έδωσε/πήρε άφεση ~ών. Του συγχωρέθηκαν οι/εξομολογήθηκε τις/είπε τις ~ες του. Πλήρωσαν (για) τις ~ες τους (: τιμωρήθηκαν, υπέστησαν τις συνέπειες). ΣΥΝ. αμάρτημα (1), ανόμημα, κρίμα (2) 2. ακολασία, ανηθικότητα, διαφθορά: ο δρόμος (ΑΝΤ. ο δρόμος του Θεού/Χριστού)/το σπίτι της ~ας. Βουτηγμένοι/ζει μέσα στην ~. Κάνει αγώνα να ξεφύγει από την ~. Πβ. ασωτία. 3. αξιοκατάκριτη ενέργεια, σοβαρό λάθος: Η μοναδική μου ~ είναι ότι την/τον ανέχτηκα! Πβ. παράπτωμα, σφάλμα. ● ΣΥΜΠΛ.: παλιά αμαρτία: ερωτική σχέση που ανήκει στο παρελθόν., άφεση αμαρτιών βλ. άφεση ● ΦΡ.: (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου: (όταν κάποιος πρόκειται να παραδεχτεί κάτι), για να είμαι ειλικρινής: Για να/να σου πω ~, δεν το περίμενα/το μετάνιωσα., αίρει τις αμαρτίες (μτφ.-αρχαιοπρ.) (ΚΔ): αναλαμβάνει, σηκώνει το ηθικό βάρος αμαρτήματος., αμαρτία από τον Θεό: για κάτι που δεν είναι σωστό: Mην το λες αυτό, είναι ~ ~., αμαρτίαι/αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα λάθη των γονέων ή προγόνων ταλαιπωρούν τα παιδιά ή τους απογόνους τους., ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει: από την τήρηση της νηστείας εξαιρούνται άρρωστοι και ταξιδιώτες· (κατ' επέκτ.-σπάν.) για περιπτώσεις κατά τις οποίες εξαιρούνται από τον νόμο συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών., είναι αμαρτία να ...: είναι κρίμα, δεν πρέπει να: ~ ~ μην του πεις την αλήθεια. Θα ήταν ~ χάσει τέτοια ευκαιρία. Αμαρτία δεν είναι να πάει τόσο φαγητό χαμένο;, παίρνω πάνω μου την αμαρτία: αναλαμβάνω την ευθύνη αμαρτημάτων, παραπτωμάτων άλλων: Ο Χριστός πήρε πάνω Του ~ του κόσμου., πληρώνω αμαρτίες (μτφ.): ταλαιπωρούμαι από δικά μου λάθη ή των άλλων: ~ ξένες ~. (ως έκφρ. αγανάκτησης, παράπονου:) (Θεέ μου) τι αμαρτίες πληρώνω; Έχουμε ακόμα πολλές ~ να πληρώσουμε (: μας περιμένουν και άλλα βάσανα, και άλλες ταλαιπωρίες)., σαν αμαρτία: για κάποιον ή κάτι που βάζει σε πειρασμό, που είναι ιδιαίτερα ελκυστικό(ς): όμορφος ~ ~. Αποφεύγει τα γλυκά ~ ~., σιχαίνομαι/απεχθάνομαι/βαριέμαι κάποιον/κάτι σαν τις αμαρτίες μου: αποστρέφομαι, μισώ., προφάσεις εν αμαρτίαις βλ. πρόφαση [< 1,3: αρχ. ἁμαρτία]

διαβάτης

διαβάτης δια-βά-της ουσ. (αρσ.) (λογοτ.): περαστικός, διερχόμενος. Πβ. διαβατάρης. Βλ. οδοιπόρος. [< αρχ. διαβάτης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.