Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οδοντίνη [ὀδοντίνη] ο-δο-ντί-νη ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. η ουσία που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του δοντιού, βρίσκεται κάτω από το σμάλτο και περιβάλλει τον πολφό: διάβρωση/υπερευαισθησία ~ης. Βλ. αδαμαντίνη. [< γαλλ. dentine]

αδαμαντίνη

αδαμαντίνη [ἀδαμαντίνη] α-δα-μα-ντί-νη ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. λευκή σκληρή ουσία που προστατεύει τη μύλη από τα μικρόβια, το εξωτερικό τμήμα του δοντιού: αποτριβή/λεύκανση/υποπλασία/φθορίαση ~ης. Βλ. οδοντίνη, -ίνη. ΣΥΝ. σμάλτο (2) [< γαλλ. substance adamantine]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.