Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οδούς [ὀδούς] ο-δούς ουσ. (αρσ.) {οδόντες} (αρχαιοπρ.): δόντι. ● ΣΥΜΠΛ.: νεογιλά δόντια βλ. νεογιλός ● ΦΡ.: οφθαλμός/οφθαλμό(ν) αντί οφθαλμού (και οδούς/οδόντα αντί οδόντος) βλ. οφθαλμός [< αρχ. ὀδούς]

νεογιλός

νεογιλός, ή, ό νε-ο-γι-λός επίθ.: ΑΝΑΤ. που σχετίζεται με τα νεογιλά δόντια: ~ή: οδοντοστοιχία. ● ΣΥΜΠΛ.: νεογιλά δόντια & (προφ.) νεογιλά & (λόγ.) νεογιλοί (οδόντες): ΑΝΑΤ. τα πρώτα δόντια του ανθρώπου, τα οποία αρχίζουν να ανατέλλουν στην ηλικία των πέντε έως οκτώ μηνών και αντικαθίστανται σιγά-σιγά από τα μόνιμα στην ηλικία περ. των έξι ετών. ΣΥΝ. γαλαξίες [< μτγν. νεογιλός ‘νεογέννητος’]

οφθαλμός

οφθαλμός [ὀφθαλμός] ο-φθαλ-μός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. μάτι. 2. ΒΟΤ. το μέρος του φυτού από όπου εκφύεται άνθος, φύλλο, βλαστός: ανθοφόρος ~. Πβ. κόμπος, (ρ)όζος. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) 3. ΤΥΠΟΓΡ. η ανάγλυφη επιφάνεια του γράμματος στο τυπογραφικό στοιχείο. ● ΣΥΜΠΛ.: βυθός του ματιού/του οφθαλμού βλ. βυθός, παντεπόπτης οφθαλμός βλ. Παντεπόπτης ● ΦΡ.: έχω προ οφθαλμών (κάτι): κοιτάζω ή έχω κατά νου κάτι: Ας έχουμε ~ το παράδειγμά του., οφθαλμός/οφθαλμό(ν) αντί οφθαλμού (και οδούς/οδόντα αντί οδόντος): για να δηλωθεί η ανταπόδοση κακού που υπέστη κάποιος, αντεκδίκηση. Πβ. μάχαιρα(ν) έδωσες, μάχαιρα(ν) θα λάβεις, μία σου και μία μου, πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα., εν ριπή οφθαλμού βλ. ριπή, έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ' ορά βλ. ορώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, χάρμα οφθαλμών βλ. χάρμα, ως κόρη(ν) οφθαλμού βλ. κόρη [< 1, 2: αρχ. ὀφθαλμός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.