Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οδόμετρο [ὁδόμετρο] ο-δό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. όργανο μέτρησης της απόστασης που διανύεται από όχημα και σπανιότ. από πεζό: ηλεκτρονικό/ψηφιακό ~. ~ ακριβείας. Πβ. κοντέρ. Βλ. βηματόμετρο, -μετρο. [< μτγν. ὁδόμετρον, γαλλ. odomètre, αγγλ. (h)odometer]

βηματόμετρο

βηματόμετρο βη-μα-τό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ηλεκτρονική φορητή συσκευή που υπολογίζει τα βήματα πεζού ή αθλούμενου και συνεπώς την απόσταση που διανύει: ψηφιακό ~. Φοράω (στη μέση) ~. Πβ. οδόμετρο. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. podomètre, αγγλ. pedometer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.