Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • οδός [ὁδός] ο-δός ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. δρόμος: αγροτική/δευτερεύουσα/εμπορική/κεντρική/κοινοτική/κύρια/παραλιακή/περιμετρική ~. ~ ανεφοδιασμού/διέλευσης/παράκαμψης. Ανάπλαση/αποκατάσταση/ασφαλτόστρωση/βελτίωση/διάνοιξη/διαπλάτυνση/επέκταση/μονοδρόμηση/πεζοδρόμηση ~ού. Καθαρισμός/πινακίδες σήμανσης (: οδοσήμανση)/φωτισμός ~ών. Επαρχιακή ~ (: που συνδέει κωμοπόλεις ή χωριά). Η ~ Ακαδημίας. Η Εγνατία ~. Αρίθμηση/μετονομασία/ονοματοθεσία ~ού. Τμήμα ~ού κλειστό λόγω εργασιών. Κατοικία επί/στο ύψος της ~ού ... Αναζήτηση ~ού σε χάρτη. Μένει στην ~ό ... Το κτίριο βρίσκεται στη συμβολή των ~ών ...|| (Φυσική) υδάτινη ~ός. (: κανάλι, δίαυλος). 2. (μτφ.) τρόπος δράσης, το σύνολο των μεθόδων και τακτικών που ακολουθούνται για την επίτευξη στόχου, καθώς και η ίδια η πορεία προς αυτόν: εναλλακτική/επίσημη/λανθασμένη/νόμιμη/συναινετική ~. Η μόνη ~ επίλυσης των διαφορών τους είναι η δικαστική. Η επιχείρηση βαδίζει στην ~ό της επιτυχίας.|| Η ~ της αγάπης/αλήθειας/πίστης. Η ~ του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης. 3. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. δίοδος, πέρασμα που επιτρέπει την κυκλοφορία ουσίας στον οργανισμό: (γαστρ)εντερική/μεταβολική/οπτική/ουροφόρος/πεπτική (: σωλήνας)/χοληφόρος ~. Η εκφορητική ~ του ήπατος. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνική οδός & (προφ.) εθνική: μεγάλος δημόσιος αυτοκινητόδρομος που συνδέει τις βασικές πόλεις και τους συγκοινωνιακούς κόμβους μεταξύ τους: ~ ~ Αθηνών-Κορίνθου/-Λαμίας., οδός πρόσβασης/προσπέλασης 1. δρόμος αστικού ή επαρχιακού δικτύου που το συνδέει με μια οδό ταχείας κυκλοφορίας. 2. δευτερεύων βοηθητικός δρόμος ο οποίος ενώνει εγκαταστάσεις, κτίρια ή χώρους με τις κεντρικές οδικές αρτηρίες που οδηγούν σε αυτούς. [< αγγλ. access road] , οδός προτεραιότητας: ειδικά χαρακτηρισμένη και σημασμένη, στην οποία τα οχήματα έχουν προτεραιότητα έναντι των εισερχόμενων από άλλες οδούς: τέλος ~ού ~., οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας: στον οποίο τα αυτοκίνητα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα., αεροφόρος οδός βλ. αεροφόρος, αναπνευστική οδός βλ. αναπνευστικός, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, ευθεία οδός βλ. ευθύς, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός αναπαύσεως βλ. ανάπαυση, οδός/έξοδος διαφυγής βλ. διαφυγή, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: διά της πλαγίας/τεθλασμένης οδού (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): με έμμεσο τρόπο: Απάντησε/έμαθε τα νέα ~ ~.|| (κατ' επέκτ., με παραβίαση της νόμιμης διαδικασίας:) Διορίστηκε/πήραν την επιχορήγηση ~ ~. ΣΥΝ. με πλάγια μέσα, εν μέση οδώ [ἐν μέσῃ ὀδῷ] (λόγ.): στη μέση του δρόμου και κατ' επέκτ. ενώπιον όλων: Aπόμεινε, ~ ~, να χαζεύει αμήχανος.|| Του επιτέθηκε ~ ~., καθ' οδόν (λόγ.): προχωρώντας, στον δρόμο, κατά την πορεία: ~ ~ προς την πόλη. Βρίσκω/συναντώ κάποιον ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ προς τη νέα χρονιά αναμένονται αλλαγές. Η αναδιάρθρωση της εταιρείας είναι ~ ~., ανά τας οδούς και τας ρύμας βλ. ρύμη, η οδός της απωλείας βλ. απώλεια, μέση οδός/λύση βλ. μέσος, μέσω/διά της διπλωματικής οδού βλ. διπλωματικός, ο δρόμος/η οδός της αρετής/του Κυρίου βλ. αρετή [< αρχ. ὁδός]
  • οδοσήμανση [ὁδοσήμανση] ο-δο-σή-μαν-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): σήμανση των δρόμων με τη χρήση οδικών σημάτων: οριζόντια ~ (= διαγράμμιση). Πινακίδες ~ης. Βλ. σηματοδότηση, φωτοσήμανση.
  • οδόσημο [ὁδόσημο] ο-δό-ση-μο ουσ. (ουδ.): οδικό σήμα· οδοδείκτης. Βλ. -σημο. [< αγγλ. signpost]
  • οδόστρωμα [ὁδόστρωμα] ο-δό-στρω-μα ουσ. (ουδ.) {οδοστρώμ-ατος}: η επιφάνεια του δρόμου που είναι στρωμένη με τα κατάλληλα υλικά, ώστε να καθίσταται δυνατή η κίνηση των οχημάτων: αντιολισθητικό/ανώμαλο/ασφάλτινο/βρεγμένο/επικίνδυνο/λείο/ολισθηρό/παγωμένο/στεγνό ~. (Ανα)κατασκευή/αποκατάσταση/βελτίωση/βλάβες/διαπλάτυνση/επισκευή/καθίζηση/κακοτεχνίες/κατάληψη/κλίση/συντήρηση/υποχώρηση/φθορά ~ατος. Ανακλαστήρες ~ατος (: υποκατάστατο διαγράμμισης ή συνοδευτική σήμανση. Πβ. μάτια γάτας). Πβ. άσφαλτος.|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) ~ πίστας (αγώνων). ΣΥΝ. κατάστρωμα (3) [< γερμ. Straßenbelag]
  • οδοστρωσία [ὁδοστρωσία] ο-δο-στρω-σί-α ουσ. (θηλ.) & οδόστρωση (επίσ.): επίστρωση δρόμου: ~-ασφαλτόστρωση. Εργασίες οδοποιίας-~ας. [< μτγν. ὁδοστρωσία ‘στρώσιμο δρόμων με πέτρες’]
  • οδοστρωτήρας [ὁδοστρωτήρας] ο-δο-στρω-τή-ρας ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ειδικό όχημα με μεγάλους μεταλλικούς κυλίνδρους στη θέση των τροχών το οποίο χρησιμοποιείται στην οδοποιία: αυτοκινούμενος/δονητικός/στατικός ~. ~ με αλυσίδα. Βλ. -τήρας. 2. (μτφ.) αυτός που έχει την απόλυτη κυριαρχία ή καταστρέφει ολοσχερώς κάτι: μεταρρύθμιση-~ (πβ. σκούπα). Ο ~ της εξέλιξης. Ο ~ του κέρδους και της εκμετάλλευσης.|| (για πρόσ.) Μπούκαρε στο σαλόνι σαν ~ και τα έσπασε όλα. Πβ. σαν ταύρος σε υαλοπωλείο. ● ΦΡ.: κάποιος/κάτι περνάει/σαρώνει σαν οδοστρωτήρας: εξαιτίας της μεγάλης του δύναμης εκμηδενίζει αδιακρίτως τα πάντα: (σε ομαδικό άθλημα) Η εθνική μας πέρασε ~ πάνω από την αντίπαλη ομάδα. [< γαλλ. rouleau]

αεροφόρος

αεροφόρος, ος/α, ο [ἀεροφόρος] α-ε-ρο-φό-ρος επίθ. (επιστ.) 1. που είναι γεμάτος αέρα: ~ος: ιστός. ~ος: κοιλότητα/κύστη. ~ο: κέλυφος/οστό. 2. μέσα από τον οποίο μεταφέρεται αέρας: ~ος: αγωγός. Βλ. -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροφόροι σάκοι: ΟΡΝΙΘ. θύλακας του αναπνευστικού συστήματος των πτηνών., αεροφόρος οδός: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το σύνολο των οργάνων που μεταφέρουν τον αέρα της αναπνοής: άνω και κάτω ~ ~. Απόφραξη/στένωση ~ων ~ών. Βλ. αεραγωγός. [< γαλλ. conduit aérifère] [< μτγν. ἀεροφόρος, γαλλ. aérifère, αγγλ. aeriferous]

ανάπαυση

ανάπαυση [ἀνάπαυση] α-νά-παυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) ξεκούραση· κατ' επέκτ. ύπνος: εβδομαδιαία/ημερήσια/μεσημεριανή (βλ. σιέστα)/σύντομη/υποχρεωτική ~. Άδεια (βλ. ρεπό)/ώρες ~ης. (σε ταξίδι:) Στάση για ~, διανυκτέρευση και ανεφοδιασμό. Ο γιατρός συνέστησε απόλυτη ~ (στο κρεβάτι). Πβ. αναπαμός, ανάπαυλα, ριλάξ. 2. ΕΚΚΛΗΣ. ηρεμία, γαλήνη, μακαριότητα, συνήθ. μετά θάνατον: μνημόσυνο υπέρ ~αύσεως των ψυχών. Η ψυχή του βρήκε ~. 3. ΣΤΡΑΤ. -ΓΥΜΝ. στάση χαλάρωσης στρατιώτη, αστυνομικού ή γυμναζόμενου και το αντίστοιχο παράγγελμα: σε στάση ~ης. ~-προσοχή! Στέκομαι ~. Βλ. ημι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνια ανάπαυση: ΕΚΚΛΗΣ. (για νεκρό) παντοτινή μακαριότητα· κατ' επέκτ. η μεταθανάτια ζωή: ~ ~ της ψυχής. Βρήκε την/έφυγε για την ~ ~. Πβ. αιώνιος ύπνος., οδός αναπαύσεως (σπάν.-λόγ.): το νεκροταφείο (συχνά ονομάζεται έτσι και ο δρόμος που οδηγεί προς το κοιμητήριο)., τόπος αναπαύσεως: ΕΚΚΛΗΣ. το κοιμητήριο ή ο παράδεισος ή γενικότ. το μέρος όπου βρίσκει κανείς την εσωτερική γαλήνη. [< 1,2: αρχ. ἀνάπαυσις 3: γαλλ. repos]

αναπνευστικός

αναπνευστικός, ή, ό [ἀναπνευστικός] α-να-πνευ-στι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την αναπνοή: ~ός: ρυθμός/(ή ενδοτραχειακός) σωλήνας. ~ή: αλυσίδα/λειτουργία/μάσκα/συσκευή (πβ. αναπνευστήρας). ~οί: μύες. ~ές: αλλεργίες/παθήσεις (: πνευμονοπάθεια, βρογχίτιδα, άσθμα, υπνική άπνοια). ~ά: μηχανήματα/όργανα/προβλήματα (: ~ά νοσήματα ή δύσπνοια). Βλ. καρδιο~.|| ~ό πηλίκο (: το πηλίκο του διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται προς το οξυγόνο που καταναλώνεται). ● ΣΥΜΠΛ.: αναπνευστικές κινήσεις: κινήσεις του θωρακικού τοιχώματος κατά την εισπνοή και εκπνοή. [< γαλλ. mouvements respiratoires] , αναπνευστική ανεπάρκεια: ΙΑΤΡ. αδυναμία ανταπόκρισης του οργανισμού στις απαιτήσεις των ιστών και των οργάνων σε οξυγόνο, η οποία οφείλεται σε αναπνευστικές παθήσεις ή παχυσαρκία και αντιμετωπίζεται με οξυγονοθεραπεία., αναπνευστική δυσχέρεια & αναπνευστική δυσφορία: δύσπνοια. [< γαλλ. gêne respiratoire ] , αναπνευστική οδός: τα όργανα του αναπνευστικού συστήματος από τα οποία διέρχεται ο αέρας κατά την εισπνοή και εκπνοή: απόφραξη της ~ής ~ού., αναπνευστικό σύστημα & (προφ.) αναπνευστικό: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το σύνολο των οργάνων που συμμετέχουν στην αναπνοή· (ειδικότ. στον άνθρωπο) η μύτη, η στοματική κοιλότητα, ο φάρυγγας, ο λάρυγγας (ανώτερο αναπνευστικό), η τραχεία, οι βρόγχοι και οι πνεύμονες (κατώτερο αναπνευστικό): ιώσεις/λοιμώξεις του ~ού/αναπνευστικές λοιμώξεις (: γρίπη, κρυολόγημα, βρογχίτιδα, πνευμονία). Βλ. βράγχια. [< γαλλ. système respiratoire] , αναπνευστικός συγκυτιακός ιός βλ. συγκυτιακός [< αρχ. ἀναπνευστικός, γαλλ. respiratoire, αγγλ. respiratory]

απώλεια

απώλεια [ἀπώλεια] α-πώ-λει-α ουσ. (θηλ.) 1. χάσιμο, στέρηση: (για υλικό αντικείμενο ή αγαθό:) ~ αποσκευών/διαβατηρίου/εγγράφου/(πιστωτικής) κάρτας/ταυτότητας (ΑΝΤ. εύρεση). ~ εισοδήματος/χρημάτων. (ΟΙΚΟΝ.) ~ κονδυλίων/μεριδίου αγοράς/πόρων. Σε περίπτωση ~ας. Πβ. εξαφάνιση.|| (για οτιδήποτε σωματικό ή διανοητικό:) Γρήγορη/σταθερή ~ βάρους (= αδυνάτισμα). ~ δοντιών/μαλλιών/λίπους/μυϊκής μάζας. (ΙΑΤΡ.) Οστική ~ (πβ. οστεοπόρωση). ~ αίματος (πβ. αιμορραγία)/ακοής (βλ. κώφωση)/δυνάμεων/μνήμης (πβ. αμνησία)/όρασης (βλ. τύφλωση)/ούρων (βλ. ακράτεια)/συνείδησης (πβ. κώμα)/(για ιπτάμενο μέσο) ύψους. Πβ. ελάττωση, μείωση.|| (για ιδιότητα, δυνατότητα, δικαίωμα, κατάσταση, στοιχείο, χαρακτηριστικό:) ~ βιοποικιλότητας/ελέγχου/ενδιαφέροντος/εργασίας/ευκαιρίας (ΑΝΤ. αξιοποίηση)/χρόνου/ψυχραιμίας. ~ (ΠΛΗΡΟΦ.) δεδομένων/(ΤΗΛΕΠ.) σήματος (ΑΝΤ. ανάκτηση).|| (ΦΥΣ.) ~ στήριξης (: αεροσκάφους που δεν μπορεί να διατηρηθεί σε πτήση). 2. διαρροή, διαφυγή και ό,τι διαφεύγει, διαρρέει: μαγνητική/φυσική ~. ~ ενέργειας/ηλεκτρικού φορτίου/ισχύος/καυσίμου/νερού/πάγων/τριβής.|| Θερμικές ~ες κτιρίου. Πυκνωτής με ~ες. 3. (για πρόσ.) θάνατος· το πλήγμα που αυτός συνεπάγεται· το κόστος που προκαλεί η απουσία ή απομάκρυνση ενός ανθρώπου: πρόωρη/τραγική ~. Εξέφρασαν την οδύνη τους για/θρηνούν/πενθούν την ~ του συναδέλφου τους.|| Εθνική/οδυνηρή ~.|| Δυσαναπλήρωτη ~ (= κενό). Η αποχώρησή του θα αποτελέσει σοβαρή ~ για την παράταξη.απώλειες (οι) (συνεκδ.) 1. ζημιές: υπολογισμός κερδών-~ειών. Το Χρηματιστήριο έκλεισε με μεγάλες/μικρές/οριακές/σημαντικές ~ της τάξης του ... %. Μεταφορά χωρίς ~. Υπέστησαν βαρύτατες ~. Πβ. αβαρία, φθορά. 2. νεκροί, θύματα (κυρ. σε πόλεμο): Ο βομβαρδισμός προκάλεσε ανυπολόγιστες ~ μεταξύ των αμάχων/σε ανθρώπινες ζωές. ● ΣΥΜΠΛ.: απώλεια εδάφους: υποχώρηση, οπισθοχώρηση: (μτφ.) Άμεση συνέπεια της οικονομικής κρίσης είναι η ~ ~ στη διεθνή αγορά.|| (κυριολ.) ~ ~ λόγω διάβρωσης., παράπλευρες απώλειες/ζημιές βλ. παράπλευρος ● ΦΡ.: η οδός της απωλείας (λόγ.): τρόπος ζωής που οδηγεί στη διαφθορά, στην ανηθικότητα., μεγάλη απώλεια! (προφ.-ειρων.): ως έκφραση απαξίωσης: Τι μου λες, δεν θα 'ρθει; ~ ~. [< αρχ. ἀπώλεια, γαλλ. perte, αγγλ. loss]

αρετή

αρετή [ἀρετή] α-ρε-τή ουσ. (θηλ.) 1. {μόνο στον εν.} σταθερή βούληση για επιτέλεση ηθικών πράξεων· ηθική τελειότητα: βραβείο/δείγμα/έλλειψη/έργα ~ής. Ο αγώνας για την ~ (: για την κατάκτησή της). ~ και πατριωτισμός/τόλμη. Αποτελεί/είναι πρότυπο/σύμβολο/υπόδειγμα ~ής. Πβ. ηθική, ηθικότητα, ήθος. ΑΝΤ. ανηθικότητα, κακία (1) 2. θετική ιδιότητα, χάρισμα, προτέρημα: ανθρώπινη/πνευματική/πολεμική/πολιτική/υπέρτατη/ύψιστη/χριστιανική/ψυχική ~. Η ~ της αγάπης/της ανδρείας/της δημοκρατίας/του μέτρου/της ταπεινοφροσύνης. Οι διανοητικές/καλλιτεχνικές/παιδαγωγικές ~ές. Διαθέτει (μοναδικές/σπάνιες) ~ές. Αξίες και ~ές. Στερείται ~ών και ικανοτήτων.|| (για άψυχα) Οι ~ές του βιβλίου/του γραπτού λόγου (= τα πλεονεκτήματα) ... Πβ. προσόν. ΑΝΤ. ελάττωμα. ● ΣΥΜΠΛ.: επιχείρηση-αρετή/επιχείρηση αρετής (μτφ.): που γίνεται από την Αστυνομία σε περιοχές με αυξημένη εγκληματικότητα και συνήθ. συνοδεύεται από μαζικές συλλήψεις: εκτεταμένη ~ ~ (σε στέκια παρανόμων). ● ΦΡ.: ο δρόμος/η οδός της αρετής/του Κυρίου: το αγαθό, το καλό: Ακολουθώ τον (δύσκολο) δρόμο της ~. [< αρχ. ἀρετή]

βασιλικός

βασιλικός βα-σι-λι-κός ουσ. (αρσ.) {πληθ. -οί (λαϊκό) βασιλικά (τα)}: ΒΟΤ. ποώδες, μονοετές καλλωπιστικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ocimum basilicum), με ελλειπτικά, έντονα μυρωδάτα φύλλα και μικρά άσπρα άνθη, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, την αρωματοποιία, την ποτοποιία: πλατύφυλλος/σγουρός ~. Σάλτσα με ντομάτα και ~ό (: με τα ψιλοκομμένα φύλλα του, βλ. πέστο). ● ΦΡ.: βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει (παροιμ.): τα χαρίσματα και η αξία κάποιου δεν χάνονται, όσα βάσανα και δοκιμασίες κι αν περάσει., μαζί με τον/κοντά στον βασιλικό/για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος ωφελείται λόγω της σχέσης του με άλλο πρόσωπο, το οποίο έχει μεγαλύτερο κύρος. [< μεσν. βασιλικός, γαλλ. basilic, αγγλ. basil]

διαφυγή

διαφυγή δι-α-φυ-γή ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. φυγή με σκοπό τη διάσωση: ~ από τη χώρα. ~ κρατουμένων (πβ. απόδραση, δραπέτευση).|| (μτφ.) ~ από την καθημερινότητα. 2. διαρροή κυρ. υγρών ή αερίων από ρωγμή ή άλλο άνοιγμα: ~ ατμού/νερού από δεξαμενή/(ΙΑΤΡ.) ούρων (βλ. ακράτεια)/πετρελαίου/ραδιενέργειας/τοξικών ουσιών. Πβ. απώλεια.|| (μτφ.) Φορολογική ~ (= φοροδιαφυγή). ~ κεφαλαίων στο εξωτερικό (= εξαγωγή). Βλ. εισιτηριο~. ● ΣΥΜΠΛ.: οδός/έξοδος διαφυγής 1. & όδευση διαφυγής {συνηθέστ. στον πληθ.}: διαδρομή που επιτρέπει την ασφαλή απομάκρυνση από κλειστό χώρο σε έκτακτες περιστάσεις: οδοί ~ σε περίπτωση σεισμού.|| Σήμανση, φωτισμός ασφαλείας και πυροπροστασία στις εξόδους ~. Εναλλακτικές οδεύσεις ~ που οδηγούν σε εξόδους κινδύνου. 2. (μτφ.) τρόπος σωτηρίας: ~ ~ από την κρίση. [< αρχ. διαφυγή, γαλλ. fuite]

διπλωματικός

διπλωματικός, ή, ό δι-πλω-μα-τι-κός επίθ. 1. ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με τους διπλωμάτες ή τη διπλωματία: ~ός: αγώνας/ακόλουθος/μαραθώνιος/σάκος/σύμβουλος/υπάλληλος. ~ή: αποτυχία/εκστρατεία/κινητικότητα/σταδιοδρομία/στρατηγική. ~ό: θρίλερ/παρασκήνιο. ~ές: σχέσεις (βλ. διεθνής). Εξομάλυνση/ομαλοποίηση των ~ών σχέσεων. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από διπλωματία: ~ός: ελιγμός. ~ή: απάντηση.|| ~ό: κόλπο/τέχνασμα. Πβ. πανούργος, πονηρός. 3. που σχετίζεται με τη διαδικασία απόκτησης διπλώματος: (σπάν.) ~ός: φοιτητής (: που βρίσκεται στο στάδιο εκπόνησης της ~ής εργασίας). 4. ΦΙΛΟΛ. που σχετίζεται με τη διπλωματική. ● Ουσ.: διπλωματική (η): ΦΙΛΟΛ. επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της ηλικίας, της γνησιότητας και της αξίας επίσημων εγγράφων, συνήθ. αυτών που έχουν σωθεί σε παπύρους και χειρόγραφα. Βλ. παλαιογραφία. ● επίρρ.: διπλωματικά ● ΣΥΜΠΛ.: διπλωματική αποστολή/αντιπροσωπεία: σύνολο εκπροσώπων ενός κράτους σε ξένη χώρα με σκοπό τη διαπραγμάτευση ή προώθηση θέματος: άτυπη/διεθνής/έκτακτη/επίσημη ~ ~. Αναλαμβάνω/εκπληρώνω/εκτελώ (μία) ~ αποστολή. Βρίσκομαι/λαμβάνω μέρος σε ~ αποστολή.|| Εθνική ~ αντιπροσωπεία. Πβ. πρεσβεία., διπλωματική εργασία & (προφ.) διπλωματική (η): επιστημονική μελέτη που υποβάλλεται για την απόκτηση διπλώματος: Εκπονεί τη διπλωματική του ~. ΣΥΝ. πτυχιακή εργασία, διπλωματικό επεισόδιο: προσωρινή όξυνση των σχέσεων δύο χωρών εξαιτίας έκτακτου περιστατικού., Διπλωματικό Σώμα (ακρ. ΔΣ) & Διπλωματική Υπηρεσία: το σύνολο των διπλωματών ενός κράτους. [< γαλλ. Corps Diplomatique (CD)] , διπλωματική ασθένεια βλ. ασθένεια, διπλωματική ασυλία βλ. ασυλία, διπλωματικός αντιπρόσωπος/εκπρόσωπος βλ. αντιπρόσωπος ● ΦΡ.: μέσω/διά της διπλωματικής οδού (λόγ.): με κατάλληλες διπλωματικές ενέργειες: Ενεργώ/ρυθμίζω κάτι ~ ~. Η λύση θα βρεθεί ~ ~. Ο χρόνος της επίσκεψης θα καθοριστεί ~ ~. [< γαλλ. diplomatique, αγγλ. diplomatic]

ευθύς

ευθύς, εία, ύ [εὐθύς] ευ-θύς επίθ. {ευθ-έος | -είς (ουδ. -έα), -έων (θηλ. -ειών)} 1. που ακολουθεί ευθύγραμμη κατεύθυνση, ίσιος: ~ύς: δρόμος. ~εία: γραμμή (ΑΝΤ. καμπύλη, τεθλασμένη)/διαδρομή/πορεία. Σε ~εία (= ίσια) θέση. ΑΝΤ. κυματοειδής, στραβός (1) 2. (μτφ.) άμεσος, ειλικρινής, ντόμπρος: ~εία: αμφισβήτηση/αντιπαράθεση/απάντηση/επίθεση/σύγκρουση. ~ύ: βλέμμα. ΑΝΤ. έμμεσος, πλάγιος.|| (για πρόσ.) Τίμιος και ~ άνθρωπος. ~ στις κρίσεις/παρατηρήσεις του. ● ΣΥΜΠΛ.: ευθεία γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι ίση με 180°., ευθεία ερώτηση: ΓΡΑΜΜ. σε ευθύ λόγο: Η ερώτηση "Θα έρθεις αύριο;" είναι μια ~ ~. ΑΝΤ. πλάγια ερώτηση, ευθεία οδός 1. ίσιος δρόμος: οδήγηση σε ~ ~ό. 2. (μτφ.) τρόπος ζωής που ακολουθεί τους ηθικούς ή κοινωνικούς κανόνες., ευθύς λόγος: ΓΛΩΣΣ. η μεταφορά των λόγων ενός προσώπου όπως ακριβώς ειπώθηκαν: π.χ. Είπε "θα αργήσω". ΑΝΤ. πλάγιος λόγος ● ΦΡ.: σε ευθεία γραμμή 1. ίσια: αποστάσεις ~ ~. Σώμα που κινείται ~ ~. 2. ΝΟΜ. για πρόσωπα πoυ κατάγovται τo έvα από τo άλλo: συγγένεια εξ αίματος ~ ~. Έvα άτoμo είvαι συγγεvής ~ ~ με τo παιδί ή τo εγγόvι τoυ καθώς και με τov πατέρα ή τη γιαγιά τoυ. Βλ. κατευθείαν γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου 3. (μτφ.) σε πλήρη αντιστοιχία. ● βλ. ευθεία, ευθέως [< αρχ. εὐθύς, γαλλ.-αγγλ. direct]

μαρτύριο

μαρτύριο μαρ-τύ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {μαρτυρί-ου | -ων} 1. σκληρή σωματική ή ψυχική δοκιμασία, συνήθ. μεγάλης διάρκειας: ατέλειωτο/βασανιστικό/καθημερινό/σωστό/φρικτό ~. Το ~ του πόνου. ~ δίχως τέλος για τους σεισμοπαθείς. Η ζωή μου έχει γίνει/είναι/κατάντησε (ένα) ~. Είναι ~ να δουλεύεις με τέτοια ζέστη. Πβ. βάσανο, ταλαιπωρία, τυραννία. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (ειδικότ.-παλαιότ.) σωματικά βασανιστήρια, συνήθ. μέχρι θανάτου, κυρ. σε βάρος χριστιανών, καθώς και του ίδιου του Χριστού: Το ~ του Αγίου .../του Σταυρού (= σταυρικό ~). Για την πίστη τους υπέφεραν φοβερά ~α. Πβ. βασανισμός.|| Απάνθρωπα ~α. Το ~ της δίψας/της πείνας. Τόπος ~ου. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. Μ) τμήμα ναού ή ναΐσκος που έχει ανεγερθεί πάνω από τα λείψανα Αγίου ή αναμνηστικό ιερό για τη στέγαση αντικειμένων σχετικών με τα βασανιστήρια Αγίου. 4. (λόγ.) απόδειξη, τεκμήριο. ● ΣΥΜΠΛ.: ο δρόμος του μαρτυρίου & η οδός του μαρτυρίου 1. ΕΚΚΛΗΣ. η πορεία του Χριστού με τον Σταυρό προς τον Γολγοθά. 2. (μτφ.) κάθε κουραστική προσπάθεια για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού: Ακολούθησε/βάδισε με αξιοπρέπεια/με καρτερία τον ~ο ~., ο σταυρός του μαρτυρίου 1. ΕΚΚΛΗΣ. στον οποίο σταυρώθηκε ο Xριστός. 2. (μτφ.) πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανο: Κουβαλάει/σηκώνει τον ~ό ~., το μαρτύριο της σταγόνας βλ. σταγόνα ● ΦΡ.: το μαρτύριο του Ταντάλου βλ. Τάνταλος, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< μτγν. μαρτύριον]

μέσος

μέσος, η, ο μέ-σος επίθ. 1. που βρίσκεται στη μέση ή παρεμβάλλεται μεταξύ δύο άκρων, τοπικών ή χρονικών: ~η: βαθμίδα (= ενδιάμεση, βλ. ανώτερη, βασική, κατώτερη). ~ο: επίπεδο (βλ. αρχάριο, προχωρημένο). Πύραυλος ~ου βεληνεκούς.|| (ΑΝΑΤ.) ~ος: εγκέφαλος (= μεσεγκέφαλος). ~η: φλέβα. ~ο: αυτί (βλ. έξω, έσω)/νεύρο. Πβ. κεντρικός, μεσιανός. Βλ. ακριανός, πρώτος, τελευταίος.|| (ΙΣΤ., συχνά με κεφαλ. Μ) ~η Νεολιθική Εποχή (περ. 5800-5300 π.Χ.) (βλ. πρώιμος, ύστερος). ΣΥΝ. μεσαίος (2) 2. (συνήθ. για μεγέθη, φαινόμενα) που αποτελεί τον μέσο όρο: ~ος: πληθωρισμός (βλ. μηδενικός)/ρυθμός (αύξησης/μεταβολής· βλ. αργός, γρήγορος). ~η: απόκλιση/απόσταση (π.χ. της Γης από τον Ήλιο, βλ. αστρονομική μονάδα)/θερμοκρασία (μιας περιοχής σε ορισμένη χρονική περίοδο· βλ. ελάχιστη, μέγιστη)/καθυστέρηση (πληρωμής)/στάθμη (της θάλασσας)/τάση/ταχύτητα (βλ. στιγμιαία). ~ο: μοριακό βάρος. ~ες μηνιαίες απολαβές. 3. (μτφ.) που εμφανίζει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας του συνόλου στο οποίο ανήκει· ειδικότ. που δεν ξεχωρίζει από το συνηθισμένο, δεν ξεπερνά τον μέσο όρο: ο ~ αναγνώστης/Έλληνας/Ευρωπαίος/καταναλωτής/πολίτης/τηλεθεατής. Πβ. κοινός, συνηθισμένος.|| Άνθρωποι/άτομα ~ου (: μετρίου) αναστήματος/~ης μόρφωσης. Επιχειρήσεις ~ου μεγέθους (= μεσαίες). 4. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από μέτρο, απουσία ακροτήτων: Υποστήριξε μια ~η (πβ. ουδέτερος) θέση. Τα βλέπει όλα άσπρο-μαύρο· γι' αυτόν δεν υπάρχει ~η (= ενδιάμεση) κατάσταση. ΑΝΤ. ακραίος, υπερβολικός. 5. ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με τη μέση διάθεση: ~ος: αόριστος/μέλλοντας. ~α: ρήματα. Βλ. μεσοπαθητικός. ● Ουσ.: μέσος (ο) 1. ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) παίκτης που συνήθ. αγωνίζεται στη μεσαία γραμμή της ομάδας του: αριστεροπόδαρος/διεθνής ~. Πβ. χαφ. Βλ. αμυντικός, επιθετικός, λίμπερο, μπακ, στόπερ. ΣΥΝ. κεντρώος 2. ΑΝΑΤ. το μεσαίο δάχτυλο του χεριού ή σπανιότ. του ποδιού. Βλ. παράμεσος. ΣΥΝ. μεσαίος 3. ΜΑΘ. {σπανιότ. στον πληθ. μέσοι} μέσος όρος: ο ~ του πληθυσμού. [< 1: αγγλ. midfielder, 1940 2: αρχ. μέσος] ● ΣΥΜΠΛ.: μέση διάθεση: ΓΡΑΜΜ. στην οποία ανήκουν ρήματα που δηλώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί και ταυτόχρονα δέχεται την ενέργεια αυτή (π.χ. ντύνομαι, πλένομαι, χτενίζομαι). Βλ. ενεργητική, ουδέτερη, παθητική διάθεση., Μέσοι Χρόνοι (οι): ΙΣΤ. ο Μεσαίωνας. Πβ. σκοτεινοί χρόνοι. Βλ. αρχαιότητα, νεότεροι χρόνοι. [< γαλλ. Moyen Âge] , μέσος όρος 1. ΜΑΘ. -ΣΤΑΤ. το αποτέλεσμα που εξάγεται από την πρόσθεση αριθμών ή τιμών και τη διαίρεση του αθροίσματός τους με τον αριθμό που αντιπροσωπεύει το πλήθος τους: αριθμητικός ~ ~. ~ ~ βαθμολογίας/ετήσιων αποδοχών/ηλικίας/θερμοκρασίας/κόστους (συντήρησης)/πτυχίου. Ο ~ ~ ζωής. Δείκτης νοημοσύνης κάτω του ~ου ~ου (: του μετρίου)/πάνω από το ~ο ~ο. Βγάζω/βρίσκω/υπολογίζω τον ~ο ~ο. Πβ. μέση τιμή. 2. ΦΙΛΟΣ. (στη λογική) όρος συλλογισμού που περιέχεται και στις δύο προτάσεις του. [< 1: γαλλ. moyenne 2: γαλλ. moyen terme] , δευτεροβάθμια/μέση εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, κινητός μέσος (όρος) βλ. κινητός, Μέση Ανατολή βλ. ανατολή, μέση ηλικία βλ. ηλικία, μέση τιμή βλ. τιμή, μέσο κόστος βλ. κόστος, μέσος ανάλογος (δύο αριθμών) βλ. ανάλογος ● ΦΡ.: κατά μέσο(ν) όρο: σύμφωνα με υπολογισμό του μέσου όρου, ανάμεσα στο λιγότερο ή μικρότερο και το περισσότερο ή μεγαλύτερο: αυξήσεις 30% ~ ~ στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων., μέση οδός/λύση: που δεν διακρίνεται από ακρότητες, που χαρακτηρίζεται από μέτρο: Βρέθηκε η ~ λύση. Δεν υπάρχει ~ ~. Εδώ δεν χωράνε ~ες λύσεις. ΣΥΝ. χρυσή τομή (1), εν μέση οδώ βλ. οδός [< αρχ. μέσος, γαλλ. moyen 5: μτγν. ~]

μετάξι

μετάξι με-τά-ξι ουσ. (ουδ.) {μεταξ-ιού}: ουσία που εκκρίνεται με μορφή λεπτού και λαμπερού νήματος από διάφορα αρθρόποδα (κυρ. τον μεταξοσκώληκα, άλλες κάμπιες, αλλά και τις αράχνες)· ιδ. συνεκδ. το νήμα, το ύφασμα ή το ρούχο που κατασκευάζεται από αυτή την ουσία: άγριο (βλ. σουά σοβάζ)/ακατέργαστο/καθαρό/συνθετικό/τεχνητό/φυσικό ~. Κόκκινο/λευκό ~.|| ~ για πλέξιμο (: μεταξένια κλωστή). Χειροποίητο χαλί από μαλλί και ~.|| Ζωγραφική σε ~.|| (μτφ.) Δέρμα/μαλλιά (σαν) ~ (: απαλά, λαμπερά). ● ΣΥΜΠΛ.: ο δρόμος/η οδός του μεταξιού: αρχαία εμπορική οδός που ένωνε την Ανατολή με τη Δύση και εξυπηρετούσε πολιτιστικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. [< γερμ. Seidenstraße, αγγλ. Silk Road] [< μτγν. μετάξιον, μεσν. μετάξι(ν)]

περιφερειακός

περιφερειακός, ή, ό πε-ρι-φε-ρει-α-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην περιφέρεια: ~ή: ανάπτυξη/πολιτική/συνεργασία. ~ό: Γενικό Νοσοκομείο/επιχειρησιακό πρόγραμμα/πρωτάθλημα/συμβούλιο/συνέδριο/σχέδιο διαχείρισης/τμήμα. ~οί: αγώνες/φορείς. ~ές: βιβλιοθήκες/εκλογές/υπηρεσίες. Δημοτικό ~ό Θέατρο. Βλ. δια~, ενδο~, υπο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: αρτηριοπάθεια/όραση. ~ό νευρικό σύστημα (= που μεταφέρει αισθητικά μηνύματα από και προς το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα). ΣΥΝ. περιφερικός. 2. που βρίσκεται μακριά από το κέντρο εξουσίας, ισχύος: ~ές: χώρες.|| ~ός: ρόλος (= δευτερεύων). 3. που σχετίζεται με τη διοικητική περιφέρεια: ~ός: σταθμός. ~ή: διάρθρωση/Διεύθυνση/Ένωση Δήμων (ακρ. ΠΕΔ)/Επιτροπή. ~ές: ενότητες.|| ~ός: διευθυντής. 4. που αναφέρεται στην περιφέρεια σε αντίθεση με το αστικό κέντρο, κυρ. την πρωτεύουσα: ~ός: προγραμματισμός/σχεδιασμός. Οδικός άξονας ~ής σημασίας. Πβ. επαρχιακός, περιαστικός, τοπικός. ● επίρρ.: περιφερειακά & (σπάν.-λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: περιφερειακές ενισχύσεις: κρατικές ενισχύσεις οι οποίες στοχεύουν στην οικονομική ανάπτυξη μειονεκτικών περιοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων εντός των συνόρων της, με σκοπό την επίτευξη οικονομικής και κοινωνικής συνοχής., περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος): που παρακάμπτει μια περιοχή (συνήθ. το κέντρο μιας πόλης) ή που περνά έξω ή γύρω από αυτή. [< αγγλ. circular road] , περιφερειακή ενότητα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. διοικητική υποδιαίρεση της περιφέρειας που θεσπίστηκε με το σχέδιο "Καλλικράτης". Βλ. νομαρχία., περιφερειακή συσκευή/μονάδα & περιφερειακά (τα): ΠΛΗΡΟΦ. κάθε λειτουργική μονάδα που συνδέεται και ελέγχεται άμεσα από τον υπολογιστή (π.χ. οθόνη, ποντίκι, πληκτρολόγιο, εκτυπωτής, σαρωτής). Βλ. κεντρική μονάδα επεξεργασίας. [< αγγλ. peripherals, 1966, peripheral device/unit] , δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη βλ. μνήμη, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης βλ. ευρωπαϊκός, περιφερειακή αυτοδιοίκηση βλ. αυτοδιοίκηση, περιφερειακός δακτύλιος βλ. δακτύλιος [< γαλλ. périphérique, αγγλ. peripheral, regional]

ρύμη

ρύμη [ῥύμη] ρύ-μη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κυρ. στις ● ΦΡ.: ανά τας οδούς και τας ρύμας & (σπάν.) ανά τας ρύμας και τας οδούς (αρχαιοπρ.-συχνά ειρων.): στα σοκάκια και τους δρόμους· κατ' επέκτ. παντού: Περιπλανιέται/τριγυρίζει ~ ~ της πόλης/χώρας.|| Τρέχει ~ ~, για να μαζέψει ψήφους., εν τη ρύμη του λόγου & (σπάν.) στη ρύμη του λόγου: στη ροή της ομιλίας, πάνω στην κουβέντα, καθώς μιλά κάποιος, συνήθ. χωρίς να σκέφτεται: Δεν τα εννοούσα όσα είπα, παρασύρθηκα ~ ~. Βλ. ειρήσθω εν παρόδω, παρεμπιπτόντως. [< αρχ. ῥύμη ‘ροή, δρόμος’]

σηματοδότηση

σηματοδότηση ση-μα-το-δό-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. τοποθέτηση σημάτων ή/και σηματοδοτών σε οδούς, σιδηροδρομικά δίκτυα, αεροδρόμια, χώρους, ώστε να διασφαλίζεται η σωστή τους χρήση και η ασφάλεια των χρηστών: αυτόματη/ηχητική/συντονισμένη ~. ~ της διαδρομής/των μονοπατιών. Φωτεινή ~ αυτοκινητοδρόμων/κόμβων/για πεζούς. ~ σε ισόπεδες σιδηροδρομικές διαβάσεις. ~ χώρων εργασίας. Πβ. σήμανση. Βλ. -δότηση. 2. (μτφ.) έναυσμα, αφετηρία: ~ αλλαγών. ~ ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου/μιας μεγάλης ανατροπής. 3. (σπάν.) σηματοδοσία. [< γαλλ. signalisation, 1909]

-σημο

-σημο {-σήμου (σπανιότ.) -σημου | -σήμων (σπανιότ.) -σημων}: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για δήλωση είδους ενσήμου, χαρτοσήμου: γραμματό~.|| Μεγαρό~/σπατό~. Δωρό~/εργό~/φορό~.|| Γρηγορό~.|| (παλαιότ.) Δικηγορό~/μηχανό~.

-τήρας

-τήρας (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~. 2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.