Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • οκτώ [ὀκτώ] ο-κτώ αριθμητ. απόλ. {άκλ.} & (προφ.) οχτώ 1. ο ακέραιος αριθμός 8 ή το σύνολο 8 μονάδων: ~ διά/επί/πλην/συν δύο. ~ ετών/μηνών. ~ τοις εκατό (8%). ~ προς ένα (8:1).|| (ως επίθ.) ~ ευρώ/μέρες/ώρες (= οκτάωρο). 2. όγδοος: κεφάλαιο ~. ~ του μηνός. Στη σελίδα ~. Η ομάδα έβαλε γκολ στο ~ (: όγδοο λεπτό). ● Ουσ.: οκτώ (το) 1. ο ακέραιος αριθμός 8, το σύμβολό του και οτιδήποτε τον φέρει ως διακριτικό του: Μέτρησε μέχρι το ~. (ως βαθμός:) Μου έβαλε/πήρα ~.|| Το ~ καρό (: χαρτί της τράπουλας). Μένει στο ~ της οδού ... 2. (+ στα/τα) η ηλικία των οκτώ ετών: Έκλεισε/πάτησε τα ~. Μπήκε στα ~. 3. το έτος 1908 ('08) ή γενικότ. το όγδοο έτος κάθε αιώνα: Γεννήθηκε το ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Ομάδα των Επτά/Οκτώ βλ. ομάδα [< αρχ. ὀκτώ]
  • οκτω- & οκτώ- βλ. οκτα-
  • οκτωβριανός , ή, ό [ὀκτωβριανός] ο-κτω-βρι-α-νός επίθ. & (προφ.) οχτωβριανός & (σπάν.) οκτωβριάτικος, η, ο: που τοποθετείται χρονικά στον μήνα Οκτώβριο: ~ό: πρωινό. ● ΣΥΜΠΛ.: Οκτωβριανή/Ρωσική Επανάσταση: ΙΣΤ. η επανάσταση των Μπολσεβίκων (1917), η οποία οδήγησε στην ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος. [< γαλλ. d΄Octobre]
  • Οκτώβριος [Ὀκτώβριος] Ο-κτώ-βρι-ος ουσ. (αρσ.) {Οκτωβρίου} & εσφαλμ. Οκτώμβριος & (προφ.) Οκτώβρης: ο δέκατος μήνας του χρόνου και ο δεύτερος του φθινοπώρου. [< μτγν. Ὀκτώβριος]
  • οκτωηχία βλ. οκταηχία
  • οκτώηχος [ὀκτώηχος] ο-κτώ-η-χος ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) οκτωήχι (το) 1. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ο) Παρακλητική. || Μικρή ~ (: λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο οποίο περιέχονται οκτώ αναστάσιμες ακολουθίες, η καθεμία σε διαφορετικό ήχο, οι οποίες περιλαμβάνουν τους ύμνους που ψάλλονται στους ναούς κάθε Κυριακή). 2. ΜΟΥΣ. οκταηχία. [< μεσν. οκτώηχος]

οκταηχία

οκταηχία [ὀκταηχία] ο-κτα-η-χί-α ουσ. (θηλ.) & οκτωηχία: ΜΟΥΣ. σύστημα οκτώ ήχων στη βυζαντινή μουσική. ΣΥΝ. οκτώηχος (2)

ομάδα

ομάδα [ὁμάδα] ο-μά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος} 1. σύνολο προσώπων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή/και ενδιαφέροντα και ειδικότ. που δραστηριοποιούνται από κοινού σε κάποιο τομέα, ακολουθώντας συνήθ. αρχές και κανόνες για την επίτευξη ενός στόχου: ανοικτή/βασική/εξειδικευμένη/ευέλικτη/κλειστή/μεγάλη/μικρή/ολιγομελής/πολυμελής ~. Ανεξάρτητη/εθελοντική/επαγγελματική/ερασιτεχνική/ηγετική/μη κερδοσκοπική ~. Διασωστική/ερευνητική/θεατρική/θρησκευτική/ιατρική/καλλιτεχνική/νομική/οικολογική/περιβαλλοντική/πολιτι(στι)κή/συγγραφική/συμβουλευτική/τεχνική ~. ~ ατόμων/επιστημόνων/(συν)εργατών. ~ ακτιβιστών/διαδηλωτών. ~ τουριστών/χρηστών. ~ ανάγνωσης (βλ. λέσχη)/ανάπτυξης/αξιολόγησης/διαχείρισης/επικοινωνίας/κρούσης (του κόμματος)/μελέτης/προώθησης/(υπο)στήριξης/σύνταξης/συντονισμού/υλοποίησης. Πυρήνας/συγκρότηση ~ας. ~ διοίκησης έργου. Φοιτητική ~ εθελοντικής αιμοδοσίας. Πειραματική ~ χορού. Ταξινόμηση πληθυσμού κατά ηλικιακές ~ες. Επιμέρους ~ες (= υποομάδες). Πβ. όμιλος. Βλ. ένωση, οργάνωση.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ μάχης (: μικρή μονάδα του Πεζικού).|| ~ κακοποιών (πβ. σπείρα, συμμορία).|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Οδηγός της εργοστασιακής ~ας. Πβ. τιμ. ΣΥΝ. γκρουπ 2. ΑΘΛ. συγκεκριμένος αριθμός αθλητών που ανήκουν σε αθλητικό σύλλογο, συμμετέχουν σε ομαδικό άθλημα και φέρουν διακριτικά ή φορούν την ίδια στολή: αγωνιστική/αθλητική/αντίπαλη/εθνική/ελληνική/ξένη/ποδοσφαιρική/σχολική/τοπική/φορμαρισμένη ~. ~ ανδρών/γυναικών/εφήβων. Μικτή ~ παίδων. ~ βόλεϊ/μπάσκετ. Οπαδός/παίκτης/παράγοντας/προπονητής/φίλαθλος της ~ας. Κατάταξη ~ων. Η ~ θα συμμετάσχει στους παγκόσμιους αγώνες ... Ο ύμνος της ~ας.|| (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) Τι ~ είσαι; Βλ. -άδα. 3. ομοειδή πράγματα ή στοιχεία που νοούνται ως ενιαία οντότητα: ~ γλωσσών (βλ. ομογλωσσία)/προϊόντων/φαρμάκων. ~ επιχειρήσεων (= όμιλος)/εφαρμογών/υπηρεσιών. Πβ. κατηγορία, οικογένεια.|| (ΜΑΘ.) Θεωρία ~ων.|| (ΑΝΑΤ.) Οι μυϊκές ~ες του κορμού/των ποδιών. 4. ΧΗΜ. χημικά στοιχεία που εμφανίζουν ομοιότητες στις φυσικές ή/και χημικές ιδιότητές τους και κατατάσσονται σε κοινή στήλη στον περιοδικό πίνακα. ● Υποκ.: ομαδίτσα (η), ομαδούλα (η) ● Μεγεθ.: ομαδάρα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: άτυπη ομάδα: που συγκροτείται χωρίς κάποιον κανόνα ή τύπο, στο πλαίσιο της ανάπτυξης δραστηριοτήτων των μελών μιας κοινωνίας: ~ ~ νέων., κοινωνική ομάδα: που χαρακτηρίζεται από αλληλεξάρτηση, κοινά χαρακτηριστικά και συλλογική δράση των μελών της: ευαίσθητες/ευάλωτες/ευπαθείς/κλειστές ~ές ~ες. Ένταξη σε ~ ~., ομάδα αναφοράς ΨΥΧΟΛ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.: στην οποία ανήκει ή θα ήθελε να ανήκει ένα πρόσωπο και τη χρησιμοποιεί ως πρότυπο για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και των σχέσεών του. [< αγγλ. reference group, 1942] , ομάδα ΔΙ.ΑΣ.: Ομάδα Δίκυκλης Αστυνόμευσης της ΕΛ.ΑΣ., ομάδα δράσης: κάθε ομάδα προσώπων που συστήνεται, για να επιτελέσει συγκεκριμένο σκοπό σε δεδομένο χρονικό διάστημα: εθελοντική ~ ~. ~ ~ για την παροχή τεχνικής βοήθειας. [< αμερικ. task force, 1941] , ομάδα ελέγχου: ομάδα υποκειμένων πειράματος που δεν δοκιμάζονται κατά τη διάρκειά του, αλλά αποτελούν μέτρο σύγκρισης για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων του. [< αγγλ. audit team, control group] , ομάδα εργασίας: ομάδα προσώπων που συνεργάζονται πάνω στο ίδιο αντικείμενο για την επίτευξη ενός στόχου: εθνική/επιστημονική/ευρωπαϊκή ~ ~. ~ες ~ μαθητών. [< αγγλ. working group, task force, 1941] , ομάδα συζήτησης: ΔΙΑΔΙΚΤ. φόρουμ. [< αγγλ. discussion group, 1921] , Ομάδα των Επτά/Οκτώ: ομάδα των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του κόσμου (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ., Ιαπωνία, Ιταλία, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο), που συγκροτήθηκε για την άσκηση κυρ. διεθνούς οικονομικής πολιτικής και με την προσθήκη της Ρωσίας έγινε η Ομάδα των Οκτώ. [< αγγλ. Group of Seven (G7), 1977/ Group of Eight (G8), 1994] , ομάδες υψηλού κινδύνου: κατηγορίες προσώπων σε μια κοινότητα που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τον υπόλοιπο πληθυσμό να προσβληθούν από ασθένεια: ~ ~ για επιπλοκές γρίπης. [< αγγλ. high-risk groups] , χαρακτηριστική ομάδα: ΧΗΜ. υποκαταστάτης ατόμων υδρογόνου σε οργανική ένωση που προσδιορίζει τις ιδιότητες και τη χημική συμπεριφορά της. Βλ. καρβοξύλιο. [< αγγλ. functional group, 1906] , αμινική ομάδα βλ. αμινικός, δυναμική της ομάδας βλ. δυναμική, Εθνική (Ομάδα) βλ. εθνικός, ευπαθείς/ευαίσθητες/ευάλωτες (κοινωνικά) ομάδες βλ. ευαίσθητος, ομάδα αίματος βλ. αίμα, ομάδα Ζήτα βλ. ζήτα, ομάδα του ευρώ βλ. ευρώ, ομάδα-στόχος βλ. στόχος, οργανωμένα συμφέροντα βλ. οργανωμένος, τρομοκρατική οργάνωση/ομάδα βλ. τρομοκρατικός ● ΦΡ.: ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει: δεν υπάρχει λόγος αλλαγής, όταν ένα σύνολο ανθρώπων πετυχαίνει τον στόχο του: (ΑΘΛ., για ομάδα με συνεχή καλά αποτελέσματα) Ο προπονητής πιστεύει ότι ~ ~ .|| Αλλαγή γραφείων και όχι προσώπων, αφού ~ ~., πετάει η ομάδα (προφ.-μτφ.): τα μέλη της είναι σε φόρμα και σημειώνουν υψηλές επιδόσεις. [< μεσν. ομάδα < μτγν. ὁμάς, γαλλ. groupe, équipe, αγγλ. group, team]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.