Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ολιγοτροφικός , ή, ό [ὀλιγοτροφικός] ο-λι-γο-τρο-φι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΛ. (για υδάτινο οικοσύστημα) που παρουσιάζει μικρή συγκέντρωση θρεπτικών συστατικών και χαμηλή παραγωγικότητα: ~ή: θάλασσα/λίμνη. ~ό: περιβάλλον. ~ές: συνθήκες. Βλ. δυσ-, μεσο-τροφικός. ΑΝΤ. ευτροφικός [< αγγλ. oligotrophic, 1911, γαλλ. oligotrophique]

δυσ- & δύσ-

δυσ- & δύσ- (λόγ.) λεξικό πρόθημα που δηλώνει 1. δυσκολία: δυσ-ανάβατος/~επίλυτος/~κίνητος/~νόητος (πβ. δυσκολο-)/~πιστία. Δύσ-χρηστος. ΑΝΤ. ευ-. 2. αρνητική ιδιότητα: δυσ-οσμία. Δύσ-θυμος/~τροπος (πβ. κακό-).|| (ΙΑΤΡ. διαταραχή:) Δυσ-εντερία.|| Δυσ-γραφία/~λεξία/~φασία.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.