Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ολιγοφρενία [ὀλιγοφρενία] ο-λι-γο-φρε-νί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. (περιληπτ.) γενική ονομασία όλων των βαθμών συγγενούς ή επίκτητης διανοητικής ανεπάρκειας (μωρία, βλακεία, ιδιωτεία). [< μτγν. ὀλιγοφρενία, αγγλ. oligophrenia, γαλλ. oligophrénie, 1947]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.