ολομέλεια [ὁλομέλεια] ο-λο-μέ-λει-α ουσ. (θηλ.) {ολομελειών} (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο) (επίσ.): επίσημη συνεδρίαση όλων των μελών ενός οργανωμένου συνόλου προσώπων: δημοτική/έκτακτη/περιφερειακή/τακτική ~. ~ της Ακαδημίας Αθηνών/του Αρείου Πάγου/της Βουλής/των Δικηγορικών Συλλόγων/του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας/του Ελεγκτικού Συνεδρίου/του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου/της Κεντρικής Επιτροπής (κόμματος). Απόφαση/γνωμοδότηση/εργασίες/ημερήσια διάταξη/σύγκληση/σύνοδος/ψήφισμα της ~ας. Εισήγηση/ομιλία/παρέμβαση/συζήτηση στην ~. Σε επίπεδο ~ας. Το σχέδιο της έκθεσης τέθηκε σε ψηφοφορία ενώπιον της ~ας. Το ζήτημα παραπέμφθηκε για οριστική κρίση στην ~ του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Βλ. απαρτία. [< πβ. μτγν. ὁλομέλεια ‘αρτιμέλεια’, γαλλ. séance plénière]
απαρτία
απαρτία [ἀπαρτία] α-παρ-τί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός φυσικών προσώπων που πρέπει να είναι παρόντα κατά τη συνεδρίαση συλλογικού οργάνου, προκειμένου να είναι έγκυρες οι αποφάσεις του: απλή/αυξημένη/ενισχυμένη/οριακή ~. ~ της Βουλής/της επιτροπής. Μη επίτευξη/ποσοστό ~ας. Ελλείψει ~ας ... Σε περίπτωση μη ~ας ... Έχουμε ~. Δεν υπήρχε (η νόμιμη) ~ για τη λήψη απόφασης. Τέθηκε θέμα ~ας. Η συνέλευση θα πραγματοποιηθεί ανεξαρτήτως ~ας. Βλ. ολομέλεια.2. (κατ' επέκτ.-προφ.) παρουσία όλων των μελών μιας ομάδας σε προκαθορισμένη συνάντηση: Όλη η παρέα βρίσκεται/είναι σε ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ένσταση απαρτίας: ΝΟΜ. έγγραφη ένσταση των μελών ενός συνεδριάζοντος σώματος προς το προεδρείο του, σχετικά με την εγκυρότητα των εργασιών του εξαιτίας έλλειψης απαρτίας. [< αρχ. ἀπαρτία 'αποσκευές, πολεμική λεία', γαλλ. quorum]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.