Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ολόκληρος , η, ο [ὁλόκληρος] ο-λό-κλη-ρος επίθ. ΣΥΝ. ολάκερος 1. {συνήθ. + έναρθρο ουσ.} που αναφέρεται στο σύνολο μιας έννοιας· για να τονιστεί κάτι με υπερβολή ή/και έμφαση ή για να γίνει σύγκριση: Συνεχίζεται η κακοκαιρία σε ~η τη χώρα. Πονάει ~ο το σώμα του.|| ~ ο πλανήτης αγωνιά για ... ~ (: σύσσωμος) ο πολιτικός κόσμος καταδικάζει ... Λάμπει ~ από χαρά. Το μυθιστόρημά της είναι ένας ~ κόσμος. Μοιάζει σαν να πέρασε ~ αιώνας και όχι δέκα χρόνια. Είναι φίλοι μια ~η ζωή. ~η η αλήθεια για ... Μίλαγε ασταμάτητα επί μία ~η ώρα. Ο τρόπος γραφής του επηρέασε ~ες γενιές. Πβ. άπας, πας.|| (προφ.) Σαν μωρό κάνεις ~ (= κοτζάμ, σωστός) μαντράχαλος! Πού να στα λέω τώρα, είναι ~η ιστορία. Έκανε ~η φασαρία για το τίποτα. ΑΝΤ. μερικός 2. που δεν του λείπει κανένα μέρος, άρτιος, πλήρης, ακέραιος: Σημείωσα ~ο το όνομα στην αίτηση. Παρακολουθήστε ~η τη συνέντευξη του ... (: χωρίς περικοπές). Κατέβασε ~ο το αρχείο στον υπολογιστή του. Έβαλε το κοτόπουλο ~ο στην κατσαρόλα. Μαρμελάδα με ~α κομμάτια φρούτων. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Οι σκελετοί σώζονται ~οι. Πβ. ατόφιος. Βλ. ανέπαφος.|| Πληρώνω ~ο εισιτήριο (ΑΝΤ. μειωμένο). ΣΥΝ. όλος (1) ΑΝΤ. μισερός (1), μισός (1) 3. (επιτατ.) που είναι μεγάλος σε διάρκεια, ποσότητα, έκταση, μέγεθος ή πολύ σημαντικός: Πάλευαν έναν ~ο χρόνο να πετύχουν τον στόχο τους. Του κόστισε (έναν) ~ο μισθό η επισκευή του αυτοκινήτου. ● Ουσ.: ολόκληρο (το): ΜΟΥΣ. που ισοδυναμεί με τέσσερα τέταρτα (4/4) ή δύο ημίσεα (2/2). ● ΦΡ.: εξ ολοκλήρου (λόγ.) & εξολοκλήρου: στο σύνολό του, εντελώς: Αναλαμβάνει/φέρει ~ ~ (= ακέραια, στο ακέραιο) την ευθύνη. Το πρόβλημα είναι ~ ~ δικό σου. Βλ. εξ ημισείας. ΣΥΝ. καθ' ολοκληρία(ν), ολοκληρωτικά, πλήρως, τελείως [< μεσν. εξολοκλήρου] , και την πίτα ολόκληρη/σωστή/αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο βλ. πίτα, μια (ολόκληρη) περιουσία βλ. περιουσία [< αρχ. ὁλόκληρος]

ανέπαφος

ανέπαφος, η, ο [ἀνέπαφος] α-νέ-πα-φος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που δεν αγγίχτηκε, δεν αλλοιώθηκε, δεν φθάρηκε: ~ος: θησαυρός. ~η: περιουσία/φύση. Τείχος που σώζεται ~ο (= ακέραιο). Πβ. άγγιχτος.|| (για πρόσ.) Ο πιλότος βγήκε ~ από τα συντρίμμια του αεροσκάφους (πβ. αλώβητος, σώος και αβλαβής). ΣΥΝ. άθικτος (1), ανέγγιχτος (1), απείραχτος (1) || ~ες: πληρωμές/συναλλαγές. [< αρχ. ἀνέπαφος, αγγλ. contactless]

εξ

εξ βλ. εκ

περιουσία

περιουσία πε-ρι-ου-σί-α ουσ. (θηλ.) {περιουσι-ών} 1. το σύνολο των υλικών αγαθών (χρήματα, κινητά και ακίνητα) που βρίσκονται στην ιδιοκτησία φυσικού ή νομικού προσώπου: κτηματική/χρηματική ~. Δημοτική/εκκλησιαστική/εταιρική/ιδιωτική/οικογενειακή/πατρική/σχολική ~. ~ του Κράτους (= δημόσια/κρατική ~). Κάτοχος μεγάλης ~ας. Οι διαχειριστές/διεκδικητές/καταπατητές/καταχραστές της ~ας (κάποιου). Απαλλοτρίωση/δήμευση ~ών. Η ~ του ανέρχεται/εκτιμάται σε πολλά εκατομμύρια. Η ~ του ιδρύματος προέρχεται από δωρεές. Απέκτησε/διαθέτει/κληρονόμησε/τους άφησε αμύθητη/τεράστια ~. Αύξησε/έχασε την ~ του (πβ. βιος, πλούτος, υπάρχοντα). Το κτίριο ανήκει στην ~ του Δήμου. 2. (μτφ.) ό,τι πολύτιμο, ανεκτίμητο διαθέτει κάποιος: Το καλό του όνομα είναι η ~ του. Το άρθρο αποτελεί πνευματική ~ του συγγραφέα (πβ. πνευματική ιδιοκτησία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακίνητη περιουσία βλ. ακίνητος, κινητή περιουσία βλ. κινητός, φθορά ξένης περιουσίας/ιδιοκτησίας βλ. φθορά, φόρος περιουσίας βλ. φόρος ● ΦΡ.: εκ περιουσίας (λόγ.): από όσα ήδη γνωρίζει κάποιος, χωρίς προετοιμασία: ~ ~ (ή εκ μελέτης) απαντήσεις/γνώση., μια (ολόκληρη) περιουσία (επιτατ.): πολύ ακριβά, πολλά χρήματα: Το σπίτι τής κόστισε/στοίχισε ~ ~. Έδωσε/ξόδεψε ~ ~. [< αρχ. περιουσία ‘υπεροχή, αφθονία, πλούτη’]

πίτα

πίτα πί-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. ψητό φαγητό ή γλυκό, συνήθ. με φύλλο ζύμης και γέμιση από διάφορα υλικά: σπιτική/χωριάτικη ~. Αλμυρές/ατομικές/γλυκές/νηστίσιμες/παραδοσιακές/χειροποίητες ~ες. ~ με σπανάκι (= σπανακόπιτα)/με τυρί (= τυρόπιτα). Βλ. -πιτα, μπουγάτσα, πεϊνιρλί, πιροσκί, τάρτα. 2. ΜΑΓΕΙΡ. πρόχειρο αρτοσκεύασμα, με πλατύ και στρογγυλό σχήμα, το οποίο ψήνεται και τρώγεται με γέμιση ή ως συνοδευτικό: αλάδωτη/τυλιχτή ~. ~ καλαμάκι/λουκάνικο/μπιφτέκι (βλ. κεμπάπ)/σουβλάκι. Γύρος με ~ (= πιτόγυρο). Αραβικές (: αραβικό ψωμί)/κυπριακές/μεξικάνικες (βλ. μπουρίτο, τορτίγια) ~ες. Βλ. γιαουρτλού, περέκ. 3. ΖΑΧΑΡ. (ειδικότ.) βασιλόπιτα. 4. (μτφ.) καθετί από το οποίο επιδιώκεται ποσοστό, λόγω του οικονομικού κυρ. κέρδους που συνεπάγεται: Μάχη των κομμάτων για την εκλογική ~. Κατέχουν μεγάλο μερίδιο στην ~ της εξουσίας/τηλεθέασης. 5. ΣΤΑΤΙΣΤ. γράφημα με τη μορφή κύκλου χωρισμένου σε τμήματα, που το μέγεθος του καθενός ποικίλλει ανάλογα με το ποσοστό με το οποίο κάθε μέρος συμμετέχει στο σύνολο. Πβ. κυκλικό διάγραμμα. ● Υποκ.: πιτάκι (το): ~ια καλαμποκιού/με κιμά. Τηγανητά ~ια. Βλ. κασερο~, κοτο~, κρεατο~, λουκανικο~, (σπανακο)τυρο~., πιταράκι (το), πιτούλα (η): στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: μοίρασμα/μοιρασιά της πίτας: διανομή αγαθών, κερδών ή αρμοδιοτήτων: Έμειναν έξω από τη ~ ~ των μεγάλων έργων. ● ΦΡ.: από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί (παροιμ.): δεν χρειάζεται να ενδιαφέρεσαι για κάτι από το οποίο δεν πρόκειται να έχεις προσωπικό όφελος., γίνομαι/είμαι πίτα (μτφ.-προφ.) 1. χάνω την επαφή με την πραγματικότητα λόγω υπερβολικής μέθης ή χρήσης ναρκωτικών: Έγινε ~ (στο μεθύσι). ΣΥΝ. γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι 2. {στο γ' πρόσ.} ισοπεδώνομαι λόγω σφοδρής σύγκρουσης, καταστρέφομαι ολοσχερώς: Το αυτοκίνητο έγινε ~ (πβ. χαλκομανία). ΣΥΝ. γίνομαι λιώμα (1), και την πίτα ολόκληρη/σωστή/αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο (παροιμ.): για πρόσωπο που τα θέλει όλα δικά του, χωρίς απώλειες., κάνει κάτι πίτα: (συνήθ. για οχήματα) το πλακώνει ή συγκρούεται μαζί του και το καταστρέφει ολοσχερώς: Η νταλίκα έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο και το έκανε ~., κομμάτι/μερίδιο από την πίτα & (σπάν.) από την τούρτα (μτφ.): ποσοστό, συνήθ. χρηματικό ποσό, που διεκδικεί κάποιος από το μοίρασμα ενός αγαθού: Απέσπασαν/επιθυμούν ~ ~ των επιδοτήσεων. Κέρδισε ~ ~ της αγοράς., πέσε πίτα να σε φάω (παροιμ.): όταν κάποιος περιμένει να γίνει κάτι από μόνο του, χωρίς να καταβάλει ο ίδιος καμία προσπάθεια: Η επιτυχία δεν είναι ~ ~, χρειάζεται πολλή δουλειά. , ξαναμοιράζω την πίτα βλ. ξαναμοιράζω [< μεσν. πίτα, πβ. αγγλ. pita (bread), 1946, γαλλ. ~, 1975, ιταλ. ~, 1990 4: αγγλ. pie 5: αγγλ. pie chart, 1922]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.