ομαλότητα [ὁμαλότητα] ο-μα-λό-τη-τα ουσ. (θηλ.): κανονικότητα, ευρυθμία, σταθερότητα: δημοκρατική/κοινωνική/οικονομική/πολιτική/συνταγματική ~. ~ των εργασιακών σχέσεων/της λειτουργίας/των τιμών. Αποκατάσταση/διασφάλιση/διατήρηση/επαναφορά της ~ας. Προϋποθέσεις για ειρήνη και ~ στην περιοχή. Οι εκλογές διεξήχθησαν με απόλυτη ~.|| (κυριολ.) ~ επιφάνειας (: που δεν παρουσιάζει εξογκώματα, είναι λεία). Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ανωμαλία (3) [< αρχ. ὁμαλότης, γαλλ. normalité]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.