ομελέτα [ὀμελέτα] ο-με-λέ-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. φαγητό που παρασκευάζεται από χτυπημένα αβγά τα οποία τηγανίζονται και ανακατεύονται με άλλα υλικά: απλή/ατομική/ισπανική (πβ. τορτίγια)/σπέσιαλ/χωριάτικη ~. ~ με ζαμπόν/λαχανικά/μανιτάρια/πατάτες/τυρί. Eτοιμάζω/κάνω/φτιάχνω ~. Πβ. καγιανάς, πιπεράδα, στραπατσάδα, σφουγγάτο. Βλ. -έτα. ● ΦΡ.: δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά: τίποτε δεν επιτυγχάνεται χωρίς κάποιο κόστος. [< γαλλ. on ne fait pas d'omelette sans casser des oeufs] [< γαλλ. omelette]
-έτα
-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.