Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ομοφοβικός , ή, ό [ὁμοφοβικός] ο-μο-φο-βι-κός επίθ. & (σπάν.) ομοφυλοφοβικός: που φοβάται υπερβολικά, κατακρίνει έντονα ή απορρίπτει τους ομοφυλόφιλους: ~ή: βία/επίθεση/ρητορική/συμπεριφορά. ~ό: ντελίριο. ~ές: αντιδράσεις/δηλώσεις. ~ά: συνθήματα/σχόλια. Βλ. τρανσφοβικός. [< αγγλ. homophobic, 1971, γαλλ. homophobe, 1979]

τρανσφοβικός

τρανσφοβικός, ή, ό τραν-σφο-βι-κός (επίθ.): που φοβάται υπερβολικά, κατακρίνει έντονα ή απορρίπτει όσους έχουν κάνει αλλαγή φύλου: ~ή: επίθεση/συμπεριφορά. ~ές: επιθέσεις. ~ά: περιστατικά/συνθήματα/σχόλια. Βλ. ομοφοβικός. [< αγγλ. transphobic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.