Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ομοφυλία [ὁμοφυλία] ο-μο-φυ-λί-α ουσ. (θηλ.) (σπάν.) 1. σύνολο συγγενών φυλών ή γλωσσών: ~ των εθνών.|| Ινδοευρωπαϊκή ~. Βλ. ομογλωσσία, ομοεθνία. 2. (καταχρ.) ομοφυλοφιλία. [< 1: μτγν. ὁμοφυλία ‘ταυτότητα ως προς τη φυλή’, γερμ. Homophylie, αγγλ. homophyly 2: γαλλ. homophilie, περ. 1970, γερμ. Homophilie]

ομογλωσσία

ομογλωσσία [ὁμογλωσσία] ο-μο-γλωσ-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΓΛΩΣΣ. το σύνολο των γλωσσών που ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια, δηλ. προέρχονται από μία, κοινή μητέρα γλώσσα: ινδοευρωπαϊκή ~. Βλ. ομοεθνία. 2. κατάσταση κατά την οποία μιλιέται μια γλώσσα από περισσότερα του ενός άτομα. Βλ. -γλωσσία.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.