Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ομοφυλοφιλία [ὁμοφυλοφιλία] ο-μο-φυ-λο-φι-λί-α ουσ. (θηλ.): σεξουαλικός προσανατολισμός ή σεξουαλική συμπεριφορά προσώπου που έλκεται από, έρχεται σε επαφή ή/και συνάπτει σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου: ανδρική/γυναικεία ~. Πβ. Βλ. αμφιφυλο-, ετεροφυλο-φιλία. [< γερμ. Homosexualität, γαλλ. homosexualité, αγγλ. homosexuality]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.