ομοφωνία [ὁμοφωνία] ο-μο-φω-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) απόλυτη συμφωνία, ταύτιση απόψεων: διεθνής/εθνική/επιστημονική/ευρεία/κοινωνική/πολιτική ~. Οι αποφάσεις του Οργανισμού λαμβάνονται με ~. Υπάρχει ~ μεταξύ των ειδικών. Με πλήρη ~ ψηφίστηκε από το δημοτικό συμβούλιο ... Για την υιοθέτηση του κειμένου απαιτείται ~. Κατέληξαν σε ~ μέσα από τον διάλογο. Επίτευξη ~ας και συναίνεσης. Πβ. ομο-γνωμία, -θυμία. Βλ. ομοψυχία. ΣΥΝ. ομοφροσύνη, σύμπνοια ΑΝΤ. αντιγνωμία, διάσταση (4), διαφωνία (1), διχογνωμία 2. ΜΟΥΣ. σύνθεση που έχει μία μόνο μελωδική γραμμή και ακομπανιαμέντο. Πβ. μονοφωνία. Βλ. αντι-, δι-, πολυ-, ταυτο-φωνία.3. ΓΛΩΣΣ. η σχέση μεταξύ δύο λέξεων με την ίδια προφορά και διαφορετική σημασία. Πβ. ομωνυμία. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή της ομοφωνίας: σύμφωνα με την οποία λαμβάνεται μία απόφαση από όλα ανεξαιρέτως τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου και όχι σύμφωνα με την πλειοψηφία: η ~ ~ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. [< αρχ. ὁμοφωνία, γαλλ. homophonie, αγγλ. homophony]
αντι- & αντί- & αντ- & ανθ-
αντι- & αντί- & αντ- & ανθ- {ανθ- πριν από λέξη που παλαιότ. έπαιρνε δασεία} πρόθημα που δηλώνει 1. αντίθεση, εναντίωση: αντι-πρόταση. Αντί-λογος. Ανθ-υγιεινός.|| (το εντελώς αντίθετο:) Αντι-ήρωας. Αντί-θεος (= o διάβολος).2. αντιμετώπιση, καταπολέμηση: αντι-αλλεργικός/~καρκινικός/~ρατσιστικός. Αντι-τορπιλικό.3. αντικατάσταση, αναπλήρωση, ισοδυναμία: αντι-πρόεδρος.|| Αντι-κλείδι. Αντί-γραφο.|| Αντ-άξιος.4. ανταπόδοση: αντι-χάρισμα.|| Αντ-εκδίκηση.5. προβαθμίδα αξιώματος: αντι-συνταγματάρχης/~στράτηγος.
ομοψυχία
ομοψυχία [ὁμοψυχία] ο-μο-ψυ-χί-α ουσ. (θηλ.): η ταύτιση των μελών μιας ομάδας ως προς την ψυχική διάθεση, τον τρόπο σκέψης και δράσης: εθνική/πολιτική ~. Ενότητα, ~ και συναίνεση. Κλίμα/μήνυμα/πνεύμα ~ας. Πβ. ομόνοια, ομοφωνία, σύμπνοια. ΣΥΝ. ομοθυμία [< μτγν. ὁμοψυχία]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.