Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ομφάλιος , α, ο [ὀμφάλιος] ομ-φά-λι-ος επίθ. 1. ΑΝΑΤ. που σχετίζεται με τον ομφαλό ή τον ομφάλιο λώρο: ~α: φλέβα. ~ο: αίμα. 2. (μτφ.-λόγ.) που δηλώνει σχέση εξάρτησης: ~ος: δεσμός. ~α: σχέση. ● ΣΥΜΠΛ.: ομφάλιος λώρος 1. ΑΝΑΤ. αγγειακό στέλεχος που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα, μεταφέρει την τροφή στο έμβρυο και απομακρύνει τα απεκκρίματα: κύτταρα του ~ου ~ου (πβ. βλαστοκύτταρα). 2. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί σχέση εξάρτησης: ο ~ ~ μεταξύ κομματικών μηχανισμών και κράτους. [< γαλλ. cordon ombilical] ● ΦΡ.: κόβω τον ομφάλιο λώρο βλ. κόβω [< μτγν. ὀμφάλιος 'κυρτός']

κόβω

κόβωκό-βω ρ. (αμτβ. κ. μτβ) {έκοψε, κόψει, προστ. κόψε (κόφτο κ. κόφ' το), -ψ(ε)τε, κόπ-ηκε, -εί, κομμένος, κόβ-οντας} & (σπάν.-λόγ.) κόπτω 1. αποσπώ, ξεχωρίζω, αφαιρώ κάτι από ένα μεγαλύτερο σύνολο: ~ τα κλαδιά (= κλαδεύω)/σύκα. ~ονται δέντρα (βλ. υλοτομώ). Έκοψα (= μάζεψα) λίγα λουλούδια. Μου ~εις λίγο ψωμί (ενν. κομμάτι); Μου ~ηκε (= έφυγε) ένα κουμπί. ~ει άρθρα από εφημερίδες/περιοδικά. ~ τα γένια/το μουστάκι (= ξυρίζω)/τα νύχια/τις φαβορίτες μου. Έκοψες τα μαλλιά σου (= κουρεύτηκες); Έκοψε (= έσκισε) μια σελίδα από το τετράδιο. Πβ. αποκόπτω, αποχωρίζω.|| Έκοψαν (= λογόκριναν) τις ερωτικές σκηνές.|| (μτφ.-προφ.) Δεν μου έκοψε τίποτα (: δεν μου έκανε έκπτωση). Το κάπνισμα ~ει χρόνια από τη ζωή. 2. (προφ.) παύω, σταματώ, διακόπτω: ~ τα γλυκά (= δεν τρώω)/τον καφέ/το ποτό (= δεν πίνω). Έχω κόψει το κάπνισμα/τσιγάρο (: δεν καπνίζω πια). Δεν ~εις την πλάκα; Κόφ' το δούλεμα! Συνέχεια με ~εις, όταν μιλάω. Ή θα μιλήσουμε ειλικρινά ή ~ουμε εδώ την κουβέντα/τη συζήτηση! (Πάνω) στο καλύτερο μας έκοψες! Έκοψε κάθε επαφή/σχέση μαζί της (: δεν επικοινωνεί καθόλου).|| (μτφ.) Μη μου ~εις την τύχη!|| Η σειρά ~ηκε (: έπαψε να προβάλλεται). Έκοψαν (= ακύρωσαν, ματαίωσαν· βλ. αναβάλλω) τη συναυλία εξαιτίας των επεισοδίων.|| Του ~ηκε η γλώσσα (: δεν ήξερε τι να πει)/το κέφι (= χάλασε η διάθεσή του).|| Ο αέρας έκοψε (= κόπασε) τελείως.|| (ειδικότ. για διακοπή παροχής αγαθού, υπηρεσίας) ~ηκε το νερό/ρεύμα/η σύνδεση (στο ίντερνετ). Από χθες μου κόψανε το τηλέφωνο. Πβ. αποσυνδέω. 3. (ειδικότ.) καταργώ, μειώνω, περιορίζω: ~ την αναβολή μου. Μου έκοψαν το χαρτζιλίκι/την υποτροφία. ~ουν άδειες/δρομολόγια/επιδόματα/θέσεις εργασίας/παροχές/συντάξεις.|| ~ (= ελαττώνω τα έξοδα) κι από το φαγητό, για να τα βγάλω πέρα. Πβ. κουτσουρεύω, περικόπτω, πετσοκόβω.|| Οι δουλειές τώρα τελευταία έχουν κόψει (= λιγοστέψει). 4. (για δέρμα ή μέλη του σώματος) πληγώνω, τραυματίζω, συνήθ. με κοφτερό αντικείμενο, με αποτέλεσμα να τρέξει αίμα: Έκοψε το δάχτυλό του. ~ηκα στο ξύρισμα. Πρόσεξε, θα/μην ~είς!|| Του 'κόψαν/του κόψανε το δεξί πόδι/το κεφάλι (= τον αποκεφάλισαν, καρατόμησαν).|| (μτφ.) ~ηκαν (= κουράστηκαν, πόνεσαν) τα χέρια μου από τα ψώνια. 5. (προφ.) απορρίπτω, αφήνω· αποκλείω: Μ' έκοψαν στις εξετάσεις. Ο καθηγητής έκοψε τη μισή τάξη. ~ηκε με τέσσερα (: σε βαθμολογική κλίμακα με άριστα το δέκα)/στην έκθεση/στο τεστ. Αν δεν διαβάσεις, θα ~είς. ~ηκε από απουσίες (: δεν προάγεται). Λυπάμαι, ~ήκατε (= αποτύχατε. ΑΝΤ. περνώ).|| (για υποψήφιο κόμματος) ~ηκε από το ψηφοδέλτιο. 6. βγάζω, δίνω, εκδίδω, τυπώνω: ~ει απόδειξη (παροχής υπηρεσιών)/επιταγή/τιμολόγιο. Μου έκοψε κλήση/πρόστιμο για ... Η εταιρεία έχει κόψει μέρισμα ύψους ... || ~ηκαν νομίσματα (: κυκλοφόρησαν). 7. (προφ.) (για το τιμόνι) στρίβω απότομα, εντελώς: Έκοψε όλο το τιμόνι δεξιά. 8. (προφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι: Μου ~εις τον δρόμο (= κλείνεις)/τον ήλιο/τη θέα (: δεν μπορώ να δω· πβ. κρύβω)!|| (ΑΘΛ.) Καθυστέρησε να σουτάρει και ~ηκε (πβ. ανακόπηκε, αναχαιτίστηκε) από τους αμυντικούς. 9. (σπάν.-προφ.) ξεκόβω: Έκοψε (= απομακρύνθηκε) απ' όλους τους παλιούς του φίλους. 10. διαιρώ, (δια)χωρίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη, χρησιμοποιώντας συνήθ. κοφτερό εργαλείο: ~ το κρέας (= κομματιάζω, τεμαχίζω) με το μαχαίρι. ~ ένα καρπούζι στη μέση. ~ τις μελιτζάνες σε (λεπτές/χοντρές) λωρίδες/ροδέλες/φέτες (βλ. ψιλο~). ~ ξύλα με το πριόνι (= πριονίζω, πβ. πελεκώ). Ο δυνατός άνεμος έκοψε το σχοινί. Έκοψε την κορδέλα των εγκαινίων. Ο σύλλογος θα κόψει τη βασιλόπιτα. Ο κιμάς ~εται παρουσία του πελάτη. ~ηκε η αλυσίδα/~ηκαν τα καλώδια. Μηχανή που ~ει (= αλέθει) καφέ.|| (σε χαρτοπαίγνια) Έκοψε (την τράπουλα) και μοίρασε.|| (ΓΕΩΜ.) Η ευθεία ~ει (= τέμνει) τον κύκλο στο σημείο ...|| Δρόμοι που ~ονται από ρυάκια.|| (μτφ.) Η χώρα ~ηκε στα δύο λόγω της κακοκαιρίας (: συνήθ. όταν είναι αδύνατη η κυκλοφορία οχημάτων σε κάποιο σημείο του εθνικού οδικού δικτύου).κόβει (προφ.) 1. είναι κοφτερός, κατάλληλος για κοπή: Πάρε το άλλο μαχαίρι, ~ καλύτερα. 2. στενεύει: Με ~ουν (= με χτυπάνε) τα παπούτσια μου. 3. αλλοιώνεται, χαλά: ~ψε το αβγολέμονο/η κρέμα γάλακτος. ΑΝΤ. δένει.|| (για χρώματα) ~ουν στον ήλιο (: ξεβάφουν, ξεθωριάζουν). ● Παθ.: κόβομαι (προφ.): ενδιαφέρομαι έντονα, μου αρέσει πάρα πολύ: Δεν ~ να γυρίσω πίσω. Γιατί ~εσαι τόσο για το τι λένε οι άλλοι για σένα; Πβ. κόπτομαι. ● ΦΡ.: θα σου κόψω τα πόδια! (μτφ.-απειλητ.): Αν κάνεις να φύγεις, ~ ~!, θα σου κόψω τη γλώσσα (μτφ.): ως απειλή σε κάποιον που αυθαδιάζει ή λέει κακίες., κόβω (κάποιον) (αργκό) 1. σχηματίζω άποψη, εντύπωση για κάποιον: Μια χαρά σε ~. Σας ~ κακόκεφους. Τον έκοψα αμέσως (: κατάλαβα τον χαρακτήρα του). Πβ. παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά. 2. κοιτάζω, παρατηρώ: Την έκοβε για πολλή ώρα. Πβ. κοζάρω, παρακολουθώ, φερμάρω., κόβω (τους) δεσμούς & τον δεσμό (μτφ.): δεν έχω πια επαφή, σχέση με κάποιον ή κάτι: Ποτέ δεν έκοψε ~ με την οικογένειά/την πατρίδα του. Είναι αποφασισμένη να κόψει ~ με το παρελθόν., κόβω αντιδράσεις (νεαν. αργκό): βλέπω, παρατηρώ τις αντιδράσεις των άλλων: Τρελαίνομαι να τους πειράζω, για να ~ ~., κόβω κίνηση (νεαν. αργκό): παρακολουθώ με προσοχή τον κόσμο που βρίσκεται σε ένα μέρος ή διέρχεται από αυτό· γενικότ. προσέχω, παρατηρώ μια διαδικασία, κατάσταση, για να αντλήσω πληροφορίες: Κοίταζε (αριστερά-δεξιά/τριγύρω)/κοντοστάθηκε, για να κόψει ~.|| Προτείνω να πάμε στα μαγαζιά να κόψουμε ~., κόβω ταχύτητα: επιβραδύνω: Κόψε ~ και πιάσε δεξιά. Το μετρό/πλοίο/ο συρμός έκοψε ~. Δεν πρόλαβε να κόψει ~ (πβ. φρενάρω)., κόβω το κεφάλι/χέρι μου & το δεξί μου χέρι (μτφ.-προφ.): (για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα) βάζω στοίχημα: ~ ~ ότι κάπου σε έχω ξαναδεί. Πβ. βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο, βάζω το χέρι μου στη φωτιά, παίρνω όρκο. [< γαλλ. en donner sa tête/main à couper] , κόβω το λαιμό/το σβέρκο μου (μτφ.-προφ.) 1. ως έκφραση έντονης βεβαιότητας: ~ ~ ότι αυτός το έκανε/ότι δεν θα έρθει. 2. {κυρ. στο β' εν.} (ως έκφρ. θυμού) για κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει: Κόψε ~, το θέλω ως το Σάββατο. Να κόψεις ~ σου να το λύσεις/φτιάξεις. 3. για να δηλωθεί αδιαφορία, περιφρόνηση: Ας/δεν πάει να κόψει ~ του (: δεν με νοιάζει τι θα κάνει)., κόβω τον ομφάλιο λώρο (μτφ.): παύω να εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι: Ποτέ δεν έκοψε ~ με τη μητέρα του., κόφτο & κόφ' το (προφ.): (λέγεται απότομα, θυμωμένα σε κάποιον) πάψε, σταμάτα να μιλάς ή να ενοχλείς: ~ είπα/επιτέλους/τώρα! ~ πια, έχεις καταντήσει κουραστικός!, κόψε κάτι (προφ.) 1. (ειρων.) προς κάποιον που υπερβάλλει: ~ ~, πολλά λες. 2. για να ζητηθεί έκπτωση., με κόβει η κοιλιά μου (προφ.): έχω διάρροια., το κόβω (αργκό) 1. νομίζω, πιστεύω: ~ ~ δύσκολο να προλάβω. Αν και καλή ιδέα, δεν ~ ~ να γίνεται. Πώς ~ ~εις, θα την πάρεις τη δουλειά; ΣΥΝ. το βλέπω. 2. (για κάτι ενοχλητικό) σταματώ: (π.χ. προς κάποιους που τσακώνονται) Δεν ~ ~ετε πρωί-πρωί;, το κόβω με τα πόδια (προφ.): πηγαίνω κάπου περπατώντας., του κόβει (προφ.): έχει μυαλό, είναι έξυπνος: Προσπαθεί, αλλά δεν ~ ~ και πολύ. Μέχρι εκεί σας ~. Μα καλά, δεν τους ~ καθόλου;|| Δεν μου 'κοψε να τον ρωτήσω (: δεν το σκέφτηκα)., (μου) κόβεται η όρεξη/χάνω την όρεξή μου βλ. όρεξη, (το) κόβω λάσπη βλ. λάσπη, δεν κόβει ούτε με βαλέ βλ. βαλές, έκοψε η μαγιονέζα βλ. μαγιονέζα, έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου) βλ. νήμα, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του βλ. μιλιά, κάνω/κόβω/φέρνω βόλτες βλ. βόλτα, κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, κόβει και ράβει βλ. ράβω, κόβει μονέδα βλ. μονέδα, κόβει την ανάσα βλ. ανάσα, κόβει το μάτι (του) βλ. μάτι, κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες βλ. γέφυρα, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, κόβω (και) την καλημέρα/δεν λέω ούτε καλημέρα βλ. καλημέρα, κόβω (με το) μαχαίρι βλ. μαχαίρι, κόβω δρόμο βλ. δρόμος, κόβω εισιτήρια βλ. εισιτήριο, κόβω μισθό σε κάποιον βλ. μισθός, κόβω τα χέρια βλ. χέρι, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, κόβω τις φλέβες μου βλ. φλέβα, κόβω τον κώλο βλ. κώλος, κόβω φάτσες βλ. φάτσα, κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου βλ. φτερό, κόπηκε/έπεσε η γραμμή βλ. γραμμή, με κόβει (η) λόρδα/πείνα βλ. λόρδα, με λούζει/με κόβει κρύος ιδρώτας βλ. ιδρώτας, μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή βλ. αίμα, μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα βλ. αναπνοή, μου κόπηκαν τα ήπατα βλ. ήπαρ, μου κόπηκαν τα πόδια βλ. πόδι, μου κόπηκε/μου πάγωσε το γέλιο βλ. γέλιο, να μου κοπεί το χέρι βλ. χέρι, πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι βλ. κεφάλι, τι σε κόφτει; βλ. κόφτει, το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι βλ. ξυράφι ● βλ. κομμένος [< μεσν. κόβω, γαλλ. couper, αγγλ. cut]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.