Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ομόζυγος , η, ο [ὁμόζυγος] ο-μό-ζυ-γος επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που έχει τα ίδια αλληλόμορφα γονίδια σε αντίστοιχες θέσεις ζεύγους ομόλογων χρωμοσωμάτων: ~η: (δρεπανοκυτταρική/μεσογειακή) αναιμία/έλλειψη (γονιδίου).|| ~οι: ασθενείς. ~α: άτομα. ΑΝΤ. ετερόζυγος [< αρχ. ὁμόζυγος ‘σύντροφος’, αγγλ. homozygous, 1902]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.