Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ομόθρησκος , η, ο [ὁμόθρησκος] ο-μό-θρη-σκος επίθ.: που έχει το ίδιο θρήσκευμα με κάποιον άλλο, ομόδοξος: ~οι: λαοί.|| (κατ' επέκτ.) ~ες: χώρες.|| (ως ουσ.) Το ~ο μιας κοινότητας. ΑΝΤ. αλλόθρησκος, ετερόθρησκος [< μτγν. ὁμόθρησκος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.