ομόφωνος , η, ο [ὁμόφωνος] ο-μό-φω-νος επίθ.: που χαρακτηρίζεται από ομοφωνία: ~η: αντίδραση/απάντηση/αποδοχή/απόρριψη/άποψη/γνώμη/έγκριση/εισήγηση/εκλογή/θέση/καταδίκη/πρόταση/στήριξη (της παράταξης)/συμφωνία/ψήφιση. ~ο: αίτημα/ναι/όχι/πόρισμα/συμπέρασμα. Πβ. ομόθυμος.|| (ως ουσ.) Το ~ο της απόφασης. Βλ. -φωνος. || ~ες: λέξεις (: που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο). Πβ. ομώνυμος. ● επίρρ.: ομόφωνα & (λόγ.) ομοφώνως: ΣΥΝ. παμψηφεί [< αρχ. ὁμόφωνος, γαλλ.-αγγλ. homophone]
-φωνος
-φωνος, η, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με αναφορά 1. (μτφ.) σε άτομο ή κοινότητα με κύρια γλώσσα αυτή που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: αραβό~/γαλλό~/γερμανό~/ελληνό~/ισπανό~/ιταλό~.|| Aλλό~. Πβ. -γλωσσος.|| Σλαβό-φωνα κράτη.2. στη φωνή: χαμηλό~.|| Kακό~/καλλί~.|| (ειδικότ., για τραγουδιστή/τραγουδίστρια του λυρικού θεάτρου) (ουσιαστικοπ.) (Ο) βαθύ~. (Η) μεσό~/υψί~.3. (μτφ.) στη γνώμη: ομό~/σύμ~.4. ΜΟΥΣ. σε εκτέλεση κομματιού από ορισμένο αριθμό φωνών: τρί~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.