Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ομόφωνος , η, ο [ὁμόφωνος] ο-μό-φω-νος επίθ.: που χαρακτηρίζεται από ομοφωνία: ~η: αντίδραση/απάντηση/αποδοχή/απόρριψη/άποψη/γνώμη/έγκριση/εισήγηση/εκλογή/θέση/καταδίκη/πρόταση/στήριξη (της παράταξης)/συμφωνία/ψήφιση. ~ο: αίτημα/ναι/όχι/πόρισμα/συμπέρασμα. Πβ. ομόθυμος.|| (ως ουσ.) Το ~ο της απόφασης. Βλ. -φωνος. || ~ες: λέξεις (: που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο). Πβ. ομώνυμος. ● επίρρ.: ομόφωνα & (λόγ.) ομοφώνως: ΣΥΝ. παμψηφεί [< αρχ. ὁμόφωνος, γαλλ.-αγγλ. homophone]

-φωνος

-φωνος, η, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με αναφορά 1. (μτφ.) σε άτομο ή κοινότητα με κύρια γλώσσα αυτή που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: αραβό~/γαλλό~/γερμανό~/ελληνό~/ισπανό~/ιταλό~.|| Aλλό~. Πβ. -γλωσσος.|| Σλαβό-φωνα κράτη. 2. στη φωνή: χαμηλό~.|| Kακό~/καλλί~.|| (ειδικότ., για τραγουδιστή/τραγουδίστρια του λυρικού θεάτρου) (ουσιαστικοπ.) (Ο) βαθύ~. (Η) μεσό~/υψί~. 3. (μτφ.) στη γνώμη: ομό~/σύμ~. 4. ΜΟΥΣ. σε εκτέλεση κομματιού από ορισμένο αριθμό φωνών: τρί~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.