Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ονειροπαρμένος , η, ο [ὀνειροπαρμένος] ο-νει-ρο-παρ-μέ-νος επίθ. (αρνητ. συνυποδ.): ονειροπόλος, φαντασιόπληκτος: (ως ουσ.) Τα όνειρα είναι για τους ~ους. Πβ. αιθεροβάμων, αλαφροΐσκιωτος. ΣΥΝ. φαντασιοκόπος

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.