Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ονομαστική [ὀνομαστική] ο-νο-μα-στι-κή ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. η πτώση στην οποία τίθενται το υποκείμενο, το κατηγορούμενο και οι ονοματικοί προσδιορισμοί σε μία πρόταση: ~ ενικού/πληθυντικού αριθμού. Βλ. αιτιατική, γενική, κλητική. [< μτγν. ὀνομαστική]

αιτιατική

αιτιατική [αἰτιατική] αι-τι-α-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. μία από τις πλάγιες πτώσεις, στην οποία τίθεται το άμεσο αντικείμενο του ρήματος ή εκφράζει διάφορες επιρρηματικές σχέσεις: ~ ενικού/πληθυντικού αριθμού. Κατάληξη ~ής. ~ του χρόνου. ● ΣΥΜΠΛ.: αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") (στην αρχ. ελλην. γλ.): ΓΡΑΜΜ. ετερόπτωτος ονοματικός ή επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει την αναφορά, την έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι". [< μτγν. αἰτιατική]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.