Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ονοματίζω [ὀνοματίζω] ο-νο-μα-τί-ζω ρ. (μτβ.) {ονομάτι-σε, ονοματί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, ονοματίζ-οντας} 1. (συχνά αρνητ. συνυποδ.) αναφέρω κάποιον ή κάτι με το όνομά του, κατονομάζω: Απέφυγε να ~σει τους πρωταγωνιστές του σκανδάλου.|| Τον ~σαν (πβ. αποκαλώ, χαρακτηρίζω) ψεύτη. 2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω: ~σε τον ήρωα του βιβλίου του ... Η νέα Αρχή ~στηκε επίσημα. ΣΥΝ. ονοματοδοτώ, ονοματοθετώ [< πβ. μτγν. ὀνοματίζω ‘φιλονικώ για τα ονόματα’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.