Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οντογένεση [ὀντογένεση] ο-ντο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) οντογονία: ΒΙΟΛ. στάδια εξέλιξης, διεργασίες και μεταβολές που υφίσταται κάθε έμβιος οργανισμός μέχρι την πλήρη ανάπτυξή του: ~ του ανθρώπου/των εντόμων/των ζώων. (ειδικότ.) ~ του νευρικού συστήματος/της σπονδυλικής στήλης. Βλ. -γένεση, φυλογένεση. [< γαλλ. ontogenèse, αγγλ. ontogenesis]

-γένεση

-γένεση: β' συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει τη γέννηση, τη δημιουργία: αβιο~/αγγειο~/ανθρωπο~/βιο~/εμβρυο~/ιζηματο~/καρκινο~/κοσμο~/κυτταρο~/λιπο~/οργανο~/οστεο~/παθο~/παρα~/παρθενο~/σεισμο~. Πβ. -γονία.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.