Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • ονόματι [ὀνόματι] ο-νό-μα-τι επίρρ. (λόγ.): με το όνομα: Σας ζητάει ένας κύριος ~ ... ● ΦΡ.: εν ονόματι: (+ γεν.) στο όνομα: (για χάρη) Θυσιάστηκαν ~ ~ της ελευθερίας.|| (ειρων., με δικαιολογία, πρόσχημα, πρόφαση) Βία ~ ~ της Δημοκρατίας.|| (συνήθ. για αποτροπή ανεπιθύμητης πράξης) ~ ~ της ειρήνης, σταματήστε τον πόλεμο! ~ ~ του Νόμου, συλλαμβάνεσαι! (ΕΚΚΛΗΣ.) "Ευλογημένος ο ερχόμενος ~ ~ Κυρίου!" [< γαλλ. au nom de] , επ' ονόματι (επίσ.) 1. για λογαριασμό, προς όφελος, κατ΄εντολή τρίτου: διαβίβαση εντολών/διεκπεραίωση υποθέσεων ~ ~ νομικού/φυσικού προσώπου. Αγόρασε ακίνητο ~ ~ της εταιρείας του. ΣΥΝ. εξ ονόματος 2. στο όνομα κάποιου: έκδοση επιταγής/κατάθεση (ποσού)/υποβολή αίτησης ~ ~ της εταιρείας.|| Η εκκλησία κτίστηκε ~ ~ του Αγίου ... (: είναι αφιερωμένη στον Άγιο ...). [< αρχ. ὀνόματι, γερμ. namens]
  • ονοματίζω [ὀνοματίζω] ο-νο-μα-τί-ζω ρ. (μτβ.) {ονομάτι-σε, ονοματί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, ονοματίζ-οντας} 1. (συχνά αρνητ. συνυποδ.) αναφέρω κάποιον ή κάτι με το όνομά του, κατονομάζω: Απέφυγε να ~σει τους πρωταγωνιστές του σκανδάλου.|| Τον ~σαν (πβ. αποκαλώ, χαρακτηρίζω) ψεύτη. 2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω: ~σε τον ήρωα του βιβλίου του ... Η νέα Αρχή ~στηκε επίσημα. ΣΥΝ. ονοματοδοτώ, ονοματοθετώ [< πβ. μτγν. ὀνοματίζω ‘φιλονικώ για τα ονόματα’]
  • ονοματικός , ή, ό [ὀνοματικός] ο-νο-μα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το όνομα: (ΓΛΩΣΣ.) ~ός: τύπος (: ουσιαστικό ή επίθετο). ~ή: κατάληξη. ~ό: σύνολο (: που έχει στον πυρήνα του έναν ονοματικό τύπο). ~ές: δομές/προτάσεις.|| (ονομαστικός) ~ός: κατάλογος. (ΟΙΚΟΝ.) ~ές: μετοχές. ● ΣΥΜΠΛ.: ονοματική φράση: ΓΛΩΣΣ. που σχηματίζεται από ένα ή περισσότερα ονόματα, τα άρθρα και τους προσδιορισμούς που τα συνοδεύουν και γενικότ. κάθε συντακτικό στοιχείο που λειτουργεί ως όνομα: απλή/λεξική ~ ~. Κάθε ~ ~ κληρονομεί το γένος, τον αριθμό και την πτώση του ουσιαστικού που λειτουργεί ως κεφαλή της. Βλ. ρηματική φράση. [< γαλλ. phrase nominale] , ονοματικός προσδιορισμός: ΓΡΑΜΜ. που προσδίδει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα στο όνομα, συνήθ. ουσιαστικό, της πρότασης στο οποίο αναφέρεται: π.χ. Ο Σολωμός, ο ποιητής (: παράθεση). Ο καλός μαθητής (: επιθετικός προσδιορισμός). Βλ. επιρρηματικός προσδιορισμός. [< μτγν. ὀνοματικός, γαλλ. nominal]

επιρρηματικός

επιρρηματικός, ή, ό [ἐπιρρηματικός] ε-πιρ-ρη-μα-τι-κός επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που έχει σχέση με το επίρρημα ή λειτουργεί όπως αυτό: ~ή: έκφραση/σημασία/σχέση/χρήση.|| (ως ουσ.) Τα ~ά (ενν. στοιχεία) της Νέας Ελληνικής. ● επίρρ.: επιρρηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: επιρρηματική πρόταση: δευτερεύουσα πρόταση που προσδιορίζει το ρήμα της κύριας ή άλλης δευτερεύουσας και εκφράζει κάποια επιρρηματική σχέση: αιτιολογική (π.χ. ..., γιατί ήμουν άρρωστος)/εναντιωματική (π.χ. ..., αν και το ήθελα)/συμπερασματική (π.χ. ..., ώστε να το καταλάβει)/τελική (π.χ. ..., για να διαβάσω)/υποθετική (π.χ. Αν έρθω, ...)/χρονική (π.χ. Όταν έχω διάβασμα, ...) ~ ~., επιρρηματικό κατηγορούμενο: που δηλώνει επιρρηματική σχέση (τρόπο, τόπο, χρόνο, σκοπό, σειρά): π.χ. Στην πρόταση "Το κοινό τον χειροκροτούσε όρθιο", το "όρθιο" είναι ~ ~ του τρόπου. , επιρρηματικός προσδιορισμός: προσδιορισμός του ρήματος ο οποίος δηλώνει επιρρηματική σχέση: π.χ. Ήρθαμε νωρίς (: ~ ~ του χρόνου). Πήγαινε μπροστά (: ~ ~ του τόπου). Γυρίσατε καλά; (: ~ ~ του τρόπου). Βλ. ονοματικός προσδιορισμός. [< μτγν. ἐπιρρηματικός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.