ονόματι [ὀνόματι] ο-νό-μα-τι επίρρ. (λόγ.): με το όνομα: Σας ζητάει ένας κύριος ~ ... ● ΦΡ.: εν ονόματι: (+ γεν.) στο όνομα: (για χάρη) Θυσιάστηκαν ~ ~ της ελευθερίας.|| (ειρων., με δικαιολογία, πρόσχημα, πρόφαση) Βία ~ ~ της Δημοκρατίας.|| (συνήθ. για αποτροπή ανεπιθύμητης πράξης) ~ ~ της ειρήνης, σταματήστε τον πόλεμο! ~ ~ του Νόμου, συλλαμβάνεσαι! (ΕΚΚΛΗΣ.) "Ευλογημένος ο ερχόμενος ~ ~ Κυρίου!" [< γαλλ. au nom de] , επ' ονόματι (επίσ.) 1. για λογαριασμό, προς όφελος, κατ΄εντολή τρίτου: διαβίβαση εντολών/διεκπεραίωση υποθέσεων ~ ~ νομικού/φυσικού προσώπου. Αγόρασε ακίνητο ~ ~ της εταιρείας του. ΣΥΝ. εξ ονόματος 2. στο όνομα κάποιου: έκδοση επιταγής/κατάθεση (ποσού)/υποβολή αίτησης ~ ~ της εταιρείας.|| Η εκκλησία κτίστηκε ~ ~ του Αγίου ... (: είναι αφιερωμένη στον Άγιο ...). [< αρχ. ὀνόματι, γερμ. namens]
ονοματίζω [ὀνοματίζω] ο-νο-μα-τί-ζω ρ. (μτβ.) {ονομάτι-σε, ονοματί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, ονοματίζ-οντας} 1. (συχνά αρνητ. συνυποδ.) αναφέρω κάποιον ή κάτι με το όνομά του, κατονομάζω: Απέφυγε να ~σει τους πρωταγωνιστές του σκανδάλου.|| Τον ~σαν (πβ. αποκαλώ, χαρακτηρίζω) ψεύτη.2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω: ~σε τον ήρωα του βιβλίου του ... Η νέα Αρχή ~στηκε επίσημα. ΣΥΝ. ονοματοδοτώ, ονοματοθετώ [< πβ. μτγν. ὀνοματίζω ‘φιλονικώ για τα ονόματα’]
ονοματικός , ή, ό [ὀνοματικός] ο-νο-μα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το όνομα: (ΓΛΩΣΣ.) ~ός: τύπος (: ουσιαστικό ή επίθετο). ~ή: κατάληξη. ~ό: σύνολο (: που έχει στον πυρήνα του έναν ονοματικό τύπο). ~ές: δομές/προτάσεις.|| (ονομαστικός) ~ός: κατάλογος. (ΟΙΚΟΝ.) ~ές: μετοχές. ● ΣΥΜΠΛ.: ονοματική φράση: ΓΛΩΣΣ. που σχηματίζεται από ένα ή περισσότερα ονόματα, τα άρθρα και τους προσδιορισμούς που τα συνοδεύουν και γενικότ. κάθε συντακτικό στοιχείο που λειτουργεί ως όνομα: απλή/λεξική ~ ~. Κάθε ~ ~ κληρονομεί το γένος, τον αριθμό και την πτώση του ουσιαστικού που λειτουργεί ως κεφαλή της. Βλ. ρηματική φράση. [< γαλλ. phrase nominale] , ονοματικός προσδιορισμός: ΓΡΑΜΜ. που προσδίδει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα στο όνομα, συνήθ. ουσιαστικό, της πρότασης στο οποίο αναφέρεται: π.χ. Ο Σολωμός, ο ποιητής (: παράθεση). Ο καλός μαθητής (: επιθετικός προσδιορισμός). Βλ. επιρρηματικός προσδιορισμός. [< μτγν. ὀνοματικός, γαλλ. nominal]
επιρρηματικός
επιρρηματικός, ή, ό [ἐπιρρηματικός] ε-πιρ-ρη-μα-τι-κός επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που έχει σχέση με το επίρρημα ή λειτουργεί όπως αυτό: ~ή: έκφραση/σημασία/σχέση/χρήση.|| (ως ουσ.) Τα ~ά (ενν. στοιχεία) της Νέας Ελληνικής. ● επίρρ.: επιρρηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: επιρρηματική πρόταση: δευτερεύουσα πρόταση που προσδιορίζει το ρήμα της κύριας ή άλλης δευτερεύουσας και εκφράζει κάποια επιρρηματική σχέση: αιτιολογική (π.χ. ..., γιατί ήμουν άρρωστος)/εναντιωματική (π.χ. ..., αν και το ήθελα)/συμπερασματική (π.χ. ..., ώστε να το καταλάβει)/τελική (π.χ. ..., για να διαβάσω)/υποθετική (π.χ. Αν έρθω, ...)/χρονική (π.χ. Όταν έχω διάβασμα, ...) ~ ~., επιρρηματικό κατηγορούμενο: που δηλώνει επιρρηματική σχέση (τρόπο, τόπο, χρόνο, σκοπό, σειρά): π.χ. Στην πρόταση "Το κοινό τον χειροκροτούσε όρθιο", το "όρθιο" είναι ~ ~ του τρόπου. , επιρρηματικός προσδιορισμός: προσδιορισμός του ρήματος ο οποίος δηλώνει επιρρηματική σχέση: π.χ. Ήρθαμε νωρίς (: ~ ~ του χρόνου). Πήγαινε μπροστά (: ~ ~ του τόπου). Γυρίσατε καλά; (: ~ ~ του τρόπου). Βλ. ονοματικός προσδιορισμός. [< μτγν. ἐπιρρηματικός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.