Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οξέωση [ὀξέωση] ο-ξέ-ω-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. συσσώρευση οξέος και απώλεια αλκαλικότητας στο αίμα και τους ιστούς με αποτέλεσμα την μείωση του πεχά: αναπνευστική/γαλακτική/διαβητική/μεταβολική (= κετ~) ~. Βλ. αλκάλωση. [< αγγλ. acidosis, 1900, γαλλ. acidose, 1909]

αλκάλωση

αλκάλωση [ἀλκάλωση] αλ-κά-λω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διαταραχή της οξεοβασικής ισορροπίας του οργανισμού λόγω της άθροισης βάσεων ή της απώλειας οξέων από το σώμα: αναπνευστική/μεταβολική ~. Βλ. οξέωση. [< γαλλ. alcalose, 1926]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.