Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οξύνω [ὀξύνω] ο-ξύ-νω ρ. (μτβ.) {όξυν-ε, οξύν-θηκε, -θεί, -οντας, οξυμμένος, συχνότ. οξυμένος} (λόγ.) 1. εντείνω, επιδεινώνω: Το περιστατικό ~ε τις σχέσεις των δύο χωρών (ΑΝΤ. εξομαλύνω). ~εται (= κλιμακώνεται) η αντιπαράθεση/η διαμάχη/η κόντρα. ~θηκε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο εταιρείες. Τα πνεύματα ~θηκαν. Τα πάθη είναι οξυμμένα. Οξυμμένη: ατμόσφαιρα (= εξημμένη, τεταμένη, φορτισμένη). Οξυμμένα: προβλήματα. Πβ. επιτείνω, παρ~. ΑΝΤ. αμβλύνω (1), απαλύνω (1) 2. αναπτύσσω σε μεγάλο βαθμό, ενισχύω, καλλιεργώ: Η δημιουργική απασχόληση ~ει τη σκέψη των παιδιών. Οξυμμένη: αντίληψη/ευαισθησία/κρίση/όσφρηση. 3. (σπάν.-κυριολ.) κάνω κάτι οξύ, αυξάνω την αιχμηρότητα. Πβ. ακονίζω. ● Παθ.: οξύνεται: ΓΡΑΜΜ. (στο πολυτονικό σύστημα) τονίζεται με οξεία. Βλ. περισπάται. [< αρχ. ὀξύνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.