οξύνω [ὀξύνω] ο-ξύ-νω ρ. (μτβ.) {όξυν-ε, οξύν-θηκε, -θεί, -οντας, οξυμμένος, συχνότ. οξυμένος} (λόγ.) 1. εντείνω, επιδεινώνω: Το περιστατικό ~ε τις σχέσεις των δύο χωρών (ΑΝΤ. εξομαλύνω). ~εται (= κλιμακώνεται) η αντιπαράθεση/η διαμάχη/η κόντρα. ~θηκε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο εταιρείες. Τα πνεύματα ~θηκαν. Τα πάθη είναι οξυμμένα. Οξυμμένη: ατμόσφαιρα (= εξημμένη, τεταμένη, φορτισμένη). Οξυμμένα: προβλήματα. Πβ. επιτείνω, παρ~. ΑΝΤ. αμβλύνω (1), απαλύνω (1) 2. αναπτύσσω σε μεγάλο βαθμό, ενισχύω, καλλιεργώ: Η δημιουργική απασχόληση ~ει τη σκέψη των παιδιών. Οξυμμένη: αντίληψη/ευαισθησία/κρίση/όσφρηση.3. (σπάν.-κυριολ.) κάνω κάτι οξύ, αυξάνω την αιχμηρότητα. Πβ. ακονίζω. ● Παθ.: οξύνεται: ΓΡΑΜΜ. (στο πολυτονικό σύστημα) τονίζεται με οξεία. Βλ. περισπάται. [< αρχ. ὀξύνω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.