Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οπτός , ή, ό [ὀπτός] ο-πτός επίθ. (λόγ.): ψημένος: ~ός: πλίνθος (= οπτόπλινθος). ~ή: γη (= τερακότα). Βλ. οφτός. [< αρχ. ὀπτός]

οφτός

οφτός, ή, ό [ὀφτός] ο-φτός επίθ. (διαλεκτ.): (για φαγητά) ψητός: ~ή: πατάτα. ~ό: αρνί/κλέφτικο. Βλ. οπτός. [< αρχ. ὀπτός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.