Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οργανοφωσφορικός , ή, ό [ὀργανοφωσφορικός] ορ-γα-νο-φω-σφο-ρι-κός επίθ.: ΧΗΜ. (για δηλητηριώδη ουσία) που περιέχει φώσφορο και καταπολεμά παρασιτικούς οργανισμούς: ~ή: ένωση. ~ό: εντομοκτόνο. ~οί: εστέρες. ~ά: φυτοφάρμακα. Βλ. τοξικός. [< αγγλ. organophosphorous, 1950, γαλλ. organophosphoré, 1955]

τοξικός

τοξικός, ή, ό το-ξι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που περιέχει δηλητηριώδη ουσία ή προξενείται από αυτή: ~ός: καπνός/κίνδυνος/παράγοντας. ~ή: κόλλα/σκόνη. ~ό: αδένωμα/μέταλλο/νερό/νέφος/υλικό. ~οί: μεταβολίτες/ρύποι. ~ές: αναθυµιάσεις/ενώσεις/μπογιές/ουσίες. ~ά: αέρια/απόβλητα/κατάλοιπα/φάρμακα. Βλ. αντι~, ηπατο~, κυτταρο~, νευρο~, νεφρο~, οικο~, φυτο~, φωτο~.|| ~ή: απειλή/επίδραση (του αλκοόλ)/μόλυνση. ~ά: φαινόμενα.|| (ως ουσ.) Εμπόριο ~ών. ΑΝΤ. ατοξικός ● επίρρ.: τοξικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: τοξικό σοκ: ΙΑΤΡ. σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από πυρετό, διάρροια, ναυτία, διάχυτο ερύθημα, κυκλοφορική ανεπάρκεια και συνδέεται με την παρουσία του βακτηρίου Staphylococcus aureus στον οργανισμό. [< αγγλ. toxic shock (syndrome), 1978] , τοξικά ομόλογα βλ. ομόλογα [< μτγν. τοξικός, τοξικὸν φάρμακον ‘δηλητήριο για να επιχρίονται οι αιχμές των βελών’, γαλλ. toxique, αγγλ. toxic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.