τοξικός, ή, ό το-ξι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που περιέχει δηλητηριώδη ουσία ή προξενείται από αυτή: ~ός: καπνός/κίνδυνος/παράγοντας. ~ή: κόλλα/σκόνη. ~ό: αδένωμα/μέταλλο/νερό/νέφος/υλικό. ~οί: μεταβολίτες/ρύποι. ~ές: αναθυµιάσεις/ενώσεις/μπογιές/ουσίες. ~ά: αέρια/απόβλητα/κατάλοιπα/φάρμακα. Βλ. αντι~, ηπατο~, κυτταρο~, νευρο~, νεφρο~, οικο~, φυτο~, φωτο~.|| ~ή: απειλή/επίδραση (του αλκοόλ)/μόλυνση. ~ά: φαινόμενα.|| (ως ουσ.) Εμπόριο ~ών. ΑΝΤ. ατοξικός ● επίρρ.: τοξικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: τοξικό σοκ: ΙΑΤΡ. σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από πυρετό, διάρροια, ναυτία, διάχυτο ερύθημα, κυκλοφορική ανεπάρκεια και συνδέεται με την παρουσία του βακτηρίου Staphylococcus aureus στον οργανισμό. [< αγγλ. toxic shock (syndrome), 1978] , τοξικά ομόλογα βλ. ομόλογα [< μτγν. τοξικός, τοξικὸν φάρμακον ‘δηλητήριο για να επιχρίονται οι αιχμές των βελών’, γαλλ. toxique, αγγλ. toxic]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.