οργανωσιακός , ή, ό [ὀργανωσιακός] ορ-γα-νω-σι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με την οργάνωση, κυρ. φορέα: ~ός: σχεδιασμός. ~ή: ανάπτυξη/δομή/κουλτούρα/συμπεριφορά/ψυχολογία. ~ό: περιβάλλον. ~ές: αλλαγές. Βλ. επιχειρησιακός. [< αγγλ. organizational, γαλλ. organisationnel, 1935]
επιχειρησιακός
επιχειρησιακός, ή, ό [ἐπιχειρησιακός] ε-πι-χει-ρη-σι-α-κός επίθ.: που αναφέρεται σε επιχειρήσεις, συνήθ. οικονομικές: (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: έλεγχος/προγραμματισμός/προϋπολογισμός/στόχος/σύμβουλος/συντονισμός/σχεδιασμός. ~ή: ανάλυση/διαχείριση/δραστηριότητα/εκμετάλλευση/ιδέα/πρακτική/στρατηγική. ~ό: κέντρο/μοντέλο/περιβάλλον/πλάνο/πρόγραμμα/σχέδιο. ~οί: κίνδυνοι/πόροι. ~οί: πελάτες/συνεργάτες. ~ές: αποφάσεις/δεξιότητες/διαδικασίες/δομές/δυνατότητες/ευκαιρίες/μονάδες/σπουδές/υπηρεσίες. ~ά: στελέχη. Βλ. ενδο~.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ή: άσκηση ετοιμότητας (: στρατιωτική)/ευθύνη. ~οί: αξιωματικοί.|| (ΤΗΛΕΠ.) ~ά: δίκτυα.|| ~ή: στατιστική/ψυχολογία. ~ά: μαθηματικά. ● επίρρ.: επιχειρησιακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: επιχειρησιακή ηθική: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ηθικός κώδικας που βασίζεται στις έννοιες του ορθού, του δικαίου και της επιχειρησιακής ευθύνης, διέπει άτυπα τις σχέσεις μεταξύ ανταγωνιστριών επιχειρήσεων και μπορεί να καθοδηγήσει διευθυντές στη λήψη αποφάσεων. [< αγγλ. business ethics] , επιχειρησιακή έρευνα βλ. έρευνα [< αγγλ. operational, 1922, γαλλ. opérationel, περ. 1950]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.