Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ορθοσκοπικός , ή, ό [ὀρθοσκοπικός] ορ-θο-σκο-πι-κός επίθ. 1. ΦΩΤΟΓΡ. (για οπτικά εξαρτήματα) που αποδίδει οπτικά αντικείμενο χωρίς να το παραμορφώνει: ~ό: κάτοπτρο/σύστημα. 2. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ορθοσκόπηση ή το ορθοσκόπιο: ~ός: έλεγχος. [< 1: αγγλ. orthoscopic, γαλλ. orthoscopique]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.