Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]


  • ορθός , ή, ό [ὀρθός] oρ-θός επίθ. {ορθότ-ερος, -ατος} 1. (μτφ.) σωστός: ~ός: λόγος (= ορθολογισμός)/χαρακτηρισμός/χειρισμός. ~ή: αντιμετώπιση/γραφή (βλ. ορθογραφία)/διάγνωση/διαχείριση (αποβλήτων)/ενημέρωση/ερμηνεία/εφαρμογή/κατεύθυνση/κρίση/λειτουργία/λύση/πράξη (= ορθοπραξία)/συμπλήρωση (εντύπου)/χρήση. ~ό: ποσό/συμπέρασμα. ~ές: απαντήσεις/επιλογές/(γεωργικές) πρακτικές. ~ά: επιχειρήματα. ~ή εκμετάλλευση διαθέσιμων πόρων. Γραμματικά ~οί τύποι.|| (ως ουσ.) Το ~ό είναι να ... Ανακοινοποίηση επί το/στο ~ό(ν) (: χωρίς λάθη). ΑΝΤ. εσφαλμένος, λανθασμένος 2. όρθιος· κατακόρυφος: Σκαρφάλωσε στο τραπέζι και στάθηκε ~. ΑΝΤ. καθιστός, ξαπλωμένος.|| (ΑΝΑΤ.) ~ό: έντερο (= ορθό). ~ή στάση της σπονδυλικής στήλης. ~οί και πλάγιοι κοιλιακοί μύες. || (ΓΕΩΜ.) ~ός: κώνος. ~ό: πρίσμα. ● επίρρ.: ορθά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ορθή γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι ίση με 90°. Βλ. αμβλεία, οξεία γωνία., ορθή αναφορά βλ. αναφορά, ορθή επανάληψη βλ. επανάληψη, ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή βλ. προβολή ● ΦΡ.: επί το ορθότερο(ν) (λόγ.): πιο σωστά: Ο πρόεδρος άκουσε τις παραινέσεις ή, ~ ~, τις συστάσεις του ..., πολιτικά ορθός: που χαρακτηρίζεται από την υπεράσπιση αποδεκτών απόψεων και την απόρριψη γλώσσας ή συμπεριφοράς που θεωρείται ότι στοχεύει στην κοινωνική απομόνωση, περιθωριοποίηση ή προσβολή συγκεκριμένων ομάδων ή ατόμων: ~ ~ ήρωας. (Μη) ~ ~ή: απάντηση/δήλωση/έκφραση/επιλογή/προσέγγιση/ταινία. ~ ~ό: όνομα. Το χιούμορ δεν είναι πάντα ~ ~ό. Πβ. πολιτική ορθότητα. [< αγγλ. politically correct, 1934] , ορθά-κοφτά βλ. κοφτός [< αρχ. ὀρθός]
  • ορθοσκόπηση [ὀρθοσκόπηση] ορ-θο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ενδοσκόπηση του ορθού με ορθοσκόπιο. Βλ. -σκόπηση. [< αγγλ. orthoscopy]
  • ορθοσκοπικός , ή, ό [ὀρθοσκοπικός] ορ-θο-σκο-πι-κός επίθ. 1. ΦΩΤΟΓΡ. (για οπτικά εξαρτήματα) που αποδίδει οπτικά αντικείμενο χωρίς να το παραμορφώνει: ~ό: κάτοπτρο/σύστημα. 2. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ορθοσκόπηση ή το ορθοσκόπιο: ~ός: έλεγχος. [< 1: αγγλ. orthoscopic, γαλλ. orthoscopique]
  • ορθοσκόπιο [ὀρθοσκόπιο] ορ-θο-σκό-πι-ο ουσ. (ουδ.) ΙΑΤΡ. 1. ενδοσκόπιο με το οποίο γίνεται εξέταση του ορθού: άκαμπτο ~. ~ μιας χρήσης. Βλ. -σκόπιο. 2. είδος οφθαλμοσκοπίου. [< 2: αγγλ. orthoscope]
  • ορθοστασία [ὀρθοστασία] ορ-θο-στα-σί-α ουσ. (θηλ.): παραμονή σε όρθια στάση, συνήθ. για μεγάλο χρονικό διάστημα: παρατεταμένη/πολύωρη/συνεχής/υποχρεωτική ~. Επάγγελμα που απαιτεί ~. Καταπόνηση της μέσης λόγω ~ας. (προφ.) Μ' έφαγε η ~ και η αναμονή σε ουρές.
  • ορθοστάτης [ὀρθοστάτης] ορ-θο-στά-της ουσ. (αρσ.) (λόγ.): κατακόρυφη βάση στήριξης: μεταλλικός ~. ~ βιβλίων (= βιβλιοστάτης)/ηχείων. Ανεμιστήρας με ~η. Πβ. σταντ. Βλ. αποστάτης2.|| (ΜΗΧΑΝ.) Σωληνωτοί ~ες. ~ες στηθαίων ασφαλείας. (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ αρχαίου κτιρίου (: λίθος τοποθετημένος όρθιος στο κάτω μέρος τοίχου οικοδομήματος). Βλ. στύλος.|| (ΓΥΜΝ.-ΑΘΛ.) Πάγκος με ~η. ~ες μπάρας/τένις.|| Αναπηρικό κάθισμα-~. Βλ. -στάτης. [< αρχ. ὀρθοστάτης ‘κάθετη δοκός, κίονας’]
  • ορθοστάτηση [ὀρθοστάτηση] ορ-θο-στά-τη-ση ουσ. (θηλ.): (κυρ. για άτομα με κινητικές δυσκολίες) ικανότητα όρθιας στάσης του σώματος: υποστηριζόμενη ~. Αδυναμία παρατεταμένης ~ης. Μηχάνημα ~ης και βάδισης. Ειδικό κρεβάτι ~ης.
  • ορθοστατικός , ή, ό [ὀρθοστατικός] ορ-θο-στα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ορθοστασία ή την ορθοστάτηση: ~ή: εργασία/ζάλη/κεφαλαλγία.|| ~ό: κάθισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ορθοστατική υπόταση βλ. υπόταση [< πβ. γαλλ. orthostatique, 1901, αγγλ. orthostatic, 1902]
  • ορθόστητος , η, ο [ὀρθόστητος] ορ-θό-στη-τος επίθ. (σπάν.-λογοτ.): σε όρθια στάση: ~ος: βράχος. ~α: έλατα.|| (για πρόσ.) Στεκόταν αγέρωχος και ~. Πβ. ευθυτενής, στητός.

αναφορά

αναφορά [ἀναφορά] α-να-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. προφορικός ή γραπτός λόγος για κάτι: άμεση/αναλυτική/απλή/αόριστη/γενική/ειδική/εκτενής/έμμεση/ευθεία (: χωρίς περιστροφές)/ευρεία/περιληπτική/σαφής/συχνή/τυχαία/υπαινικτική (πβ. νύξη) ~. ~ σε γεγονότα του παρελθόντος/στην κατάσταση/σε κάποιο πρόβλημα. Έκανε ~ στο/για το ... Γίνεται/υπάρχει ~ σε κάτι. Ντοκιμαντέρ με ~ στο περιβάλλον. Το κείμενο δεν περιέχει καμιά ~ στο ... ~ές στο επιστημονικό έργο. Πβ. μνεία. Βλ. αυτο~, ετερο~. 2. παράθεση: ενδεικτική/εξαντλητική/λεπτομερής/ονομαστική/συνοπτική ~. (Σωστή) ~ των γεγονότων/του ονόματος/της πηγής (πβ. παραπομπή). Βιβλιογραφική ~ (: παρουσίαση της βιβλιογραφίας στο τέλος μιας μελέτης). Βλ. ετερο~. 3. καταγγελία· (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο έγγραφο: έγγραφη ~. Του έκανε ~.|| Μηνυτήρια/υπηρεσιακή ~. Καταθέτω/στέλνω/συντάσσω/υποβάλλω ~ (στην Υπηρεσία/στο Υπουργείο). 4. (γραπτή) έκθεση στοιχείων: εβδομαδιαία/εσωτερική/ετήσια/ημερήσια ~. Επίσημη ~ του ΟΗΕ (= υπόμνημα). Πβ. ραπόρτο. 5. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ. ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την επιτυχία χρήσης μιας υπηρεσίας: (στο διαδίκτυο:) ~ λαθών/προβλημάτων/σφαλμάτων.|| (στο κινητό:) ~ές παράδοσης (μηνυμάτων). 6. ΣΤΡΑΤ. διαδικασία κατά την οποία οι οπλίτες μονάδας (ή υποδιαίρεσής της) παρατάσσονται και δηλώνεται επίσημα στον επικεφαλής ο αριθμός των παρόντων, των απόντων και των κωλυομένων: απογευματινή (: πριν από την απογευματινή εκπαίδευση)/βραδινή (: πριν από το σιωπητήριο)/πρωϊνή ~. Ο στρατιώτης βγήκε στην ~ παραπονούμενος για .../και ζήτησε να του δοθεί ολιγοήμερη άδεια. Τον έβγαλε στην ~ (: ο λοχίας τον στρατιώτη, λόγω απείθειας ή παραπτώματος). 7. σύνδεση, συσχέτιση: άξονας/βάση/δεδομένα/μοντέλο ~άς. 8. ΓΛΩΣΣ. συσχετισμός γλωσσικού στοιχείου με ένα προηγούμενο ή επόμενο, όπως αντωνυμίας με ουσιαστικό· σύνδεση κειμενικού στοιχείου με οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, ιδιότητα, κατάσταση) του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου, γνωστή στον ακροατή ή τον αναγνώστη: ενδοκειμενική/εξωκειμενική ~. Βλ. δείξη. 9. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) η έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι", που εκφράζεται με εμπρόθετο ή ονοματικό προσδιορισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικείμενο αναφοράς 1. το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος· ό,τι βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της προσοχής: Προσέχουμε να αλλάζουμε παράγραφο, όταν περνάμε από μια έννοια σε άλλη ή αλλάζει το ~ ~.|| Ο αρχιτέκτονας διατηρεί γραφείο με κύριο ~ ~ μελέτες δημοσίων έργων. 2. ΓΛΩΣΣ. οντότητα του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου η οποία συνδέεται με το γλωσσικό σημείο (απλούστερα, τη λέξη) με εξωτερική σχέση δήλωσης (λατ. denotatio)· το αντικείμενο που δηλώνεται από το γλωσσικό σημείο ως όνομα: Το ~ ~ της λέξης "τραπέζι" είναι το ίδιο το πράγμα "τραπέζι"., βιβλίο/έργο αναφοράς & (σπανιότ.) εργασία αναφοράς: βασικό έργο, κυρ. λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, στο οποίο ανατρέχει κανείς για άντληση πληροφοριών. [< αγγλ. reference book/work] , δικαίωμα αναφοράς: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη, μεμονωμένα ή συλλογικά, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις Αρχές· το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος-μέλος, να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Το Σύνταγμα καθιερώνει το ~ ~ των Ελλήνων προς τις Αρχές. , κέντρο αναφοράς 1. συντονιστικό όργανο (που παρέχει έγκυρη πληροφόρηση ή βοήθεια): εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~. ~ ~ AIDS/γρίπης. ~ ~ για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία. 2. σημείο αναφοράς. [< γαλλ. centre de référence] , ορθή αναφορά: ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού μήκους. Βλ. απόκλιση. [< αγγλ. right ascension] , σημείο αναφοράς 1. (μτφ.) οτιδήποτε κατέχει εξέχουσα θέση σε ένα σύνολο ή αποκτά κομβική σημασία: ~ ~ της πόλης αποτελεί η κεντρική πλατεία. Η Εκκλησία είναι ~ ~ για τον Ελληνισμό της Διασποράς. Πβ. τοπόσημο. ΣΥΝ. κέντρο αναφοράς (2) 2. ΤΟΠΟΓΡ. ακριβής θέση στην επιφάνεια της Γης, με δεδομένες συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται για τοπογραφικούς σκοπούς. [< γαλλ. point de référence] , σύστημα αναφοράς: ΦΥΣ. που χρησιμοποιεί συντεταγμένες για τον εντοπισμό ορισμένης θέσης: αδρανειακό ~ ~. [< γαλλ. système (de) référence] , τιμή αναφοράς: που θεωρείται βάση για τον υπολογισμό αξίας, μεγέθους: βασική/καθαρή/ρυθμιζόμενη ~ ~. ~ ~ μετοχών/πετρελαίου/συναλλάγματος/χρυσού. ~ ~ για τα ελλείμματα/το χρέος. Βλ. αντικειμενική αξία. [< αγγλ. reference price/ value] , αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") βλ. αιτιατική, γενικευτική αναφορά βλ. αναφορά, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, εργαστήριο αναφοράς βλ. εργαστήριο, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κόλλα αναφοράς βλ. κόλλα, ομάδα αναφοράς βλ. ομάδα, τοπικότητα της αναφοράς βλ. τοπικότητα ● ΦΡ.: δίνω (σε κάποιον) αναφορά (συχνά ειρων.): τον ενημερώνω λεπτομερώς για κάτι· λογοδοτώ: Έχω κάθε δικαίωμα να πάω όπου θέλω, χωρίς να δώσω ~ σε κανέναν. ~ θα σου δώσω;, σε αναφορά με & (λόγ.) εν αναφορά προς (επίσ.): ως προς, όσον αφορά, σχετικά με: ~ ~ την ανωτέρω επιστολή, σας πληροφορούμε ότι ... [< 1,2,3: αρχ. ἀναφορά 1,2: αγγλ. reference, γαλλ. référence 3,4,5,6: αγγλ. report, γαλλ. rapport 7: μτγν. άναφορά, γαλλ. rapport, relation 8: αγγλ. anaphora, γαλλ. anaphore 9: μτγν.]

αποστάτης2

αποστάτης2 [ἀποστάτης] α-πο-στά-της ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. εξάρτημα διαχωρισμού, διατήρησης αποστάσεων ή στερέωσης, συγκράτησης: γωνιακός/πλευρικός/στρογγυλός ~. ~ τιμονιού. ~ες αξόνων/τροχών. Μεταλλικοί/πλαστικοί ~ες. ~ες οπλισμού (σκυροδεμάτων)/πασσάλων. Βλ. ορθοστάτης. [< αγγλ. spacer]

επανάληψη

επανάληψη [ἐπανάληψη] ε-πα-νά-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαναλαμβάνω: αέναη/κουραστική/μονότονη/περιοδική (βλ. κυκλικότητα, περιοδικότητα)/συνεχής/συχνή ~. ~ του αγώνα/της διαδικασίας (εκλογής)/των διαπραγματεύσεων/(ΝΟΜ.) της δίκης/των εργασιών (της Συνόδου)/(ΜΟΥΣ.) του θέματος (βλ. ρεφρέν)/της θεραπείας/του λάθους/του πειράματος (για επαλήθευση)/της τάξης (: από μαθητή· βλ. στάσιμος)/του φαινομένου (= επανεμφάνιση)/της φάσης (= ριπλέι). ~ των ίδιων επιχειρημάτων (πβ. αναμάσημα). Δεν αντέχει την ~ (= τη ρουτίνα, τα ίδια και τα ίδια).|| (στην τηλεόραση:) ~ εκπομπής/επεισοδίου. Η σειρά μεταδίδεται/παίζεται/προβάλλεται σε ~. 2. διδασκαλία ή μελέτη που γίνεται ξανά, με σκοπό την εμπέδωση της μάθησης: γενική/μεθοδική/σύντομη/συστηματική/τελευταία ~. ~ της ενότητας/της θεωρίας/του κεφαλαίου. Ασκήσεις/ερωτήσεις για ~. 3. ΑΘΛ. το δεύτερο ημίχρονο ποδοσφαιρικού αγώνα: Η ομάδα ισοφάρισε στην ~. 4. ΓΛΩΣΣ. επανεμφάνιση στοιχείων στον λόγο για έμφαση, συνοχή: ~ λέξεων/νοημάτων/συντακτικών δομών/φράσεων. Βλ. παρήχηση.επαναλήψεις (οι): οτιδήποτε επαναλαμβάνεται: κείμενο γεμάτο (με) (περιττές) ~. Να αποφεύγετε τις ~ (στην έκθεση).|| Το καλοκαίρι τα κανάλια προβάλλουν μόνο/όλο ~.|| (ΓΥΜΝ.) Οκτώ με δέκα ~ της άσκησης. Εκτελείτε τρία σετ των δέκα ~ήψεων.|| Ολοκλήρωσαν την ύλη και κάνουν ~ (: επαναληπτικά μαθήματα). ● ΣΥΜΠΛ.: ορθή επανάληψη & επανάληψη στο ορθό: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. επαναδιατύπωση επίσημου κειμένου για τη διόρθωση λαθών που έγιναν στην προηγούμενη μορφή του: ~ ~ ανακοίνωσης/δελτίου τύπου/προκήρυξης/πρόσκλησης (εκδήλωσης ενδιαφέροντος). Ορθή ~ ως προς την ημερομηνία (του εγγράφου). Βλ. ανακοινοποίηση. ● ΦΡ.: κατ' επανάληψη (απαιτ. λεξιλόγ.) & (λόγ.) κατ' επανάληψιν: πολλές φορές, επανειλημμένα: (Κάτι) ακούστηκε/δημοσιεύτηκε/συνέβη ~ ~. Το θέμα έχει τεθεί ~ ~. Βλ. κατά συρροή., η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης/μαθήσεως βλ. μάθηση [< 1: μτγν. ἐπανάληψις, γαλλ. répétition, reprise 2: γαλλ. révision]

κοφτός

κοφτός, ή, ό κο-φτός επίθ. 1. (μτφ.) ευθύς, άμεσος, απότομος· σύντομος και γρήγορος: ~ός: τόνος/τρόπος (βλ. έμμεσος, πλάγιος). ~ή: απάντηση/δήλωση/κίνηση/ματιά. ~ό: ύφος. ~ές και ξεκάθαρες κουβέντες.|| ~ή: ανάσα (βλ. λαχάνιασμα).|| (ΛΑΟΓΡ.) ~ός: χορός (: είδος παραδοσιακού χορού). 2. που έχει δημιουργηθεί με κόψιμο ή τομή, κομμένος: ~ή: τσέπη (: που το άνοιγμά της έγινε με εξωτερική κοπή του υφάσματος). ~ό: κέντημα (: στο οποίο το κόψιμο του υφάσματος δημιουργεί το σχέδιο)/μακαρονάκι.|| ~ός: βράχος. ~ή: πλαγιά. Πβ. απόκρημνος.|| (παλαιότ.) ~ές: βεντούζες (: πριν από την τοποθέτηση των οποίων χαράσσεται το δέρμα με σκοπό την αφαίμαξη). ● Ουσ.: κοφτή (η) (σπάν.-λαϊκό): γρήγορο και απότομο χτύπημα με την παλάμη σε οριζόντια θέση. ● επίρρ.: κοφτά ● ΣΥΜΠΛ.: κοφτό κουταλάκι/κοφτή κουταλιά & κοφτό κουτάλι: που δεν έχει γεμίσει μέχρι πάνω, ποσότητα που δεν υπερβαίνει τα άκρα του κουταλιού: μια ~ή κουταλιά ζάχαρη (ΑΝΤ. γεμάτη). ● ΦΡ.: ορθά-κοφτά (προφ.): με ευθύτητα, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές: Απαντώ/εκφράζομαι/μιλάω ~ ~. Πβ. απερίφραστα, σταράτα. [< μεσν. κοφτός] ΚΟΦΤΟΣ

προβολή

προβολή προ-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική και έντονη παρουσίαση προσώπου, γεγονότος ή πράγματος, με σκοπό να γίνει γνωστό: διαφημιστική/παγκόσμια/τηλεοπτική/τουριστική ~. ~ στο διαδίκτυο. ~ ενός νέου αθλητή/ηθοποιού/πολιτικού/συγγραφέα/τραγουδιστή. ~ του αθλητισμού/βιβλίων/δραστηριοτήτων/έργου/ιστοσελίδας/προϊόντος (πβ. διαφήμιση, προώθηση). Δράσεις/δυνατότητες/εκδηλώσεις/εκστρατεία/στρατηγικές/σχέδια/υλικό/υπηρεσία ~ής. Δημόσιες σχέσεις και εταιρική ~. ~ του φυσικού κάλλους και της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας στο εξωτερικό. Τεράστια ~ (= υπερπροβολή) του θέματος από τα ΜΜΕ. Δεν επιδιώκει την ~ του. Αποβλέπει/αποσκοπεί στην προσωπική ~. Απολαμβάνει/έτυχε ευρείας ~ής. 2. αναπαραγωγή εικόνων ή και ήχων με κατάλληλα οπτικοακουστικά μέσα πάνω σε επιφάνεια ή οθόνη· ειδικότ. παρουσίαση κινηματογραφικής ταινίας και συνεκδ. η ίδια η ταινία: ~ βίντεο/διαφανειών/ντοκιμαντέρ/ρεπορτάζ/τηλεοπτικού σποτ/φιλμ/φωτογραφιών. ~ αγγελιών/λίστας στο διαδίκτυο. Οθόνες/τηλεοράσεις οπίσθιας ~ής. Ειδικές/εκπαιδευτικές/επαναληπτικές/επίσημες/πρώτες/τιμητικές ~ές. Εβδομάδα ~ών.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/εγγράφων/παρουσίασης/σελίδων. Επεξεργασία και ~ των δεδομένων. ~ για εκτύπωση.|| Πήγα στην απογευματινή/βραδινή/μεταμεσονύχτια/νυχτερινή ~ (= παράσταση). Αίθουσα/ώρες ~ής. Το πρόγραμμα ~ών του φεστιβάλ. Έναρξη θερινών/χειμερινών ~ών. Έχουν προγραμματιστεί οι εξής ~ές ... 3. έκφραση, διατύπωση, συνήθ. μιας αντίθεσης: ~ αξιώσεων/απαιτήσεων/δικαιολογιών/ενστάσεων/ισχυρισμών. ~ επιχειρημάτων και διεκδικήσεων.|| Αποφεύγεται η ~ απόψεων με δογματικό τρόπο.|| ~ αντίστασης στην προέλαση του εχθρού. 4. ΨΥΧΑΝ. υποσυνείδητη μεταβίβαση προθέσεων, επιθυμιών, συναισθημάτων, ιδιοτήτων, προβλημάτων από ένα πρόσωπο στο περιβάλλον του· κατ' επέκτ. κάθε απόδοση των χαρακτηριστικών ενός πράγματος σε άλλο. 5. ΓΕΩΜ. απεικόνιση σημείου ή συνόλου σημείων σε μια επιφάνεια με συγκεκριμένη μέθοδο: παράλληλη/πλάγια ~.|| (ΜΑΘ.) ~ διανύσματος (σε διάνυσμα).|| (ΧΑΡΤΟΓΡ.) Χαρτογραφική ~ (: απεικόνιση της γήινης σφαίρας ή τμήματός της σε επίπεδο). 6. ΓΥΜΝ. μετακίνηση του ενός ποδιού, με λυγισμένο γόνατο, προς μία κατεύθυνση, συνήθ. προς τα εμπρός, ενώ το άλλο παραμένει τεντωμένο: (στο ποδόσφαιρο) Έδιωξε την μπάλα με ~ (= τάκλιν). Βλ. προεκβολή. 7. (σπάν.-λόγ.) το να εκτείνεται κάτι προς τα εμπρός, προέκταση: (ΙΑΤΡ.) ~ της κάτω γνάθου (= προγναθισμός). 8. πρόβλεψη, εκτίμηση: δημογραφική ~. ~ στο μέλλον. ● ΣΥΜΠΛ.: ισομετρική προβολή & ισομετρική απεικόνιση/προοπτική: ΓΕΩΜ. τρισδιάστατη γραφική αναπαράσταση στην οποία το επίπεδο σχεδίασης σχηματίζει ίσες γωνίες προς τις τρεις διαστάσεις του αντικειμένου., μηχανή προβολής: ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή που προβάλλει εικόνες και ήχο πάνω σε επιφάνεια και ειδικότ. η συσκευή που προβάλλει κινηματογραφικές ταινίες: ~ ~ διαφανειών. ΣΥΝ. προβολέας (2), ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή: ΜΑΘ. δισδιάστατη προβολή αντικειμένου στην οποία οι προβολικές ακτίνες είναι κάθετες στο επίπεδο προβολής., ταινίες α'/β' προβολής: ΚΙΝΗΜ. που παρουσιάζονται για πρώτη φορά (α') ή επαναπροβάλλονται (β')., στερεογραφική προβολή βλ. στερεογραφικός [< πβ. αρχ. προβολή ‘ώθηση προς τα μπρος, προεξοχή’, γαλλ.-αγγλ. projection]

-σκόπηση

-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.

-σκόπιο

-σκόπιο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων, με αναφορά σε όργανο ειδικής εξέτασης ή παρατήρησης: (ΙΑΤΡ.) αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/ενδο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/λαρυγγο~/μητρο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/στηθο~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μικρο~/περι~/τηλε~.

-στάτης

-στάτης {-στατών} (λόγ.) επίθημα κυρ. αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. σημείο στερέωσης, τοποθέτησης: βιβλιο~/κηρο~/φανο~. 2. όργανο, εξάρτημα ή διακόπτη που ρυθμίζει τη λειτουργία συσκευής: θερμο~/κρυο~/υδρο~. (ΗΛΕΚΤΡ.) Ροο~. 3. το άτομο που στέκεται κοντά σε κάτι ή κάποιον: παρα~.|| (μτφ.) Συμπαρα~.

στύλος

στύλος [στῦλος] στύ-λος ουσ. (αρσ.) 1. μακρόστενο, κυλινδρικό κυρ., δομικό στοιχείο στήριξης: κεντρικός/τηλεφωνικός ~. Οι ~οι της ΔΕΗ/του ΟΤΕ. Πβ. πάσσαλος, πυλώνας.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) Οι ~οι (εσφαλμ. στήλες) του Ολυμπίου Διός (πβ. κίονας, κολόνα).|| (μτφ.) ~ της Ορθοδοξίας. ΣΥΝ. στυλοβάτης. 2. ΒΟΤ. μακρόστενο τμήμα του ύπερου που συνδέει την ωοθήκη με το στίγμα. ● Υποκ.: στυλίσκος (ο) ● ΦΡ.: η κολόνα/ο στύλος του σπιτιού βλ. κολόνα [< αρχ. στῦλος, γαλλ. styl(e), αγγλ. style]

υπόταση

υπόταση [ὑπόταση] υ-πό-τα-ση ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. υπέρταση 1. ΙΑΤΡ. αφύσικα χαμηλή αρτηριακή πίεση: οξεία/συµπτωµατική/συστηματική ~. Έχει ~. 2. ΗΛΕΚΤΡ. χαμηλή τάση του ηλεκτρικού ρεύματος κάτω από το επιτρεπτό ή ασφαλές όριο. ● ΣΥΜΠΛ.: ορθοστατική υπόταση: ξαφνική μείωση της αρτηριακής πίεσης που προκαλείται κατά την απότομη μετάβαση από ύπτια ή καθιστή θέση σε όρθια. [< αγγλ. orthostatic/postural hypotension, 1961] [< πβ. αρχ. ὑπότασις 'έκταση' 1: γαλλ.-αγγλ. hypotension]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.