Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οριζοντιότητα [ὀριζοντιότητα] ο-ρι-ζο-ντι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του οριζόντιου: ~ του δαπέδου/της επιφάνειας/της ευθείας/του πατώματος/της πλάκας. Βλ. αλφάδι, κλίση.|| (ΓΕΩΛ.) Η αρχή της ~ας (: τα ιζήματα αποτίθενται σε οριζόντια στρώματα παράλληλα προς την επιφάνεια της Γης). Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. καθετότητα [< γαλλ. horizontalité, αγγλ. horizontality]

αλφάδι

αλφάδι [ἀλφάδι] αλ-φά-δι ουσ. (ουδ.) {αλφαδιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. όργανο για τον έλεγχο της οριζοντιότητας ή καθετότητας ενός επιπέδου ή μιας ευθείας: μαγνητικό ~. Ηλεκτρονικό ~ με λέιζερ. ~ με φυσαλίδα. ~ αλουμινίου/μαραγκού. ~ αυτόματης ισοστάθμισης. Βλ. νήμα της στάθμης. ΣΥΝ. αεροστάθμη, στάθμη (4) 2. (μτφ., ως επίθ.) απόλυτα ευθύς, ίσιος: χωρίστρα ~. Ο δρόμος είναι ~.|| (αργκό) ~ ο τύπος (= ειλικρινής, ντόμπρος). (ως επίρρ.) Τα είπε όλα ~ (: στα ίσια). ● ΣΥΜΠΛ.: χέρι/πόδι αλφάδι & χέρι/πόδι-αλφάδι (προφ.-μτφ.): ΑΘΛ. (για μπασκετμπολίστα ή ποδοσφαιριστή αντίστοιχα) που σουτάρει με μεγάλη ευστοχία και ακρίβεια: Έχει ~ ~. Με ~ ~ σκόραρε εναντίον της ... [< μεσν. αλφάδιον]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.