ορκίζω [ὁρκίζω] ορ-κί-ζω ρ. (μτβ.) {όρκι-σε, ορκί-στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος, ορκιζ-όμενος, ορκίζ-οντας} 1. (συχνά σε επίσημη τελετή ορκωμοσίας) εκφωνώ όρκο που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, για να αναλάβει κάποιος αξίωμα ή καθήκον: Ο Σεβασμιότατος μητροπολίτης ~σε τον νέο δήμαρχο. Ο πρόεδρος του τμήματος ~σε τους αποφοίτους.|| (ΙΣΤ., στην Επανάσταση του 1821) Ο μοναχός ~σε τους οπλαρχηγούς.2. αναγκάζω κάποιον να πάρει όρκο ή γενικότ. τον εκλιπαρώ να δώσει τον λόγο του ότι (δεν) θα κάνει κάτι: Τον ~σε στον Θεό να μην αποκαλύψει το μυστικό.|| Την ~σε να του κάνει μια τελευταία χάρη. ● Παθ.: ορκίζομαι1. παίρνω επίσημο όρκο: ~στηκε αξιωματικός/βουλευτής/διδάκτορας/δικηγόρος/υπουργός. ~εται σήμερα η νέα βουλή. Η νέα κυβέρνηση ~στηκε ενώπιον/παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι νεοδιορισθέντες εκπαιδευτικοί κλήθηκαν να ~στούν και να αναλάβουν υπηρεσία.|| Οι Ορθόδοξοι ~ονται στο Ευαγγέλιο.|| (προφ.) Πότε ~εσαι (: παίρνεις πτυχίο);|| ~ονται στο όνομά του (: τον σέβονται και τον εμπιστεύονται απόλυτα).2. (γενικότ.) δεσμεύομαι ηθικά, υπόσχομαι ή διαβεβαιώνω: Σου ~ σε ό,τι έχω ιερό, δεν το ήξερα. Δεν σου είπα ψέματα, σου τ' ~. ~στηκε να μην το ξανακάνει. ~στηκαν (αιώνια) αγάπη/εκδίκηση/πίστη/υπακοή/φιλία. Νομίζω ότι έτσι έγινε, αλλά δεν ~ κιόλας. Πβ. δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου, ομνύω. [< αρχ. ὁρκίζω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.