Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ορνιθοπανίδα [ὀρνιθοπανίδα] ορ-νι-θο-πα-νί-δα ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. το σύνολο των πτηνών που ζουν σε ορισμένη περιοχή ή βιότοπο: άγρια/μεταναστευτική/σπάνια/υδρόβια ~. Προστασία της ~ας. Βλ. ιχθυοπανίδα. ΣΥΝ. πτηνοπανίδα [< αγγλ. avifauna, γαλλ. avifaune, 1966]

ιχθυοπανίδα

ιχθυοπανίδα [ἰχθυοπανίδα] ι-χθυ-ο-πα-νί-δα ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. το σύνολο των ψαριών που ζουν σε συγκεκριμένη υδάτινη περιοχή ή υγροβιότοπο. Βλ. ορνιθοπανίδα. ΣΥΝ. ιχθυοπληθυσμός [< γαλλ. ichtyofaune, αγγλ. ichthyofauna]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.