Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ορνιθόρυγχος [ὀρνιθόρυγχος] ορ-νι-θό-ρυγ-χος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ύγχου}: ΖΩΟΛ. αμφίβιο ωοτόκο θηλαστικό (γένος Ornithorhynchus) με νηκτική μεμβράνη ανάμεσα στα δάχτυλα, πλατύ ράμφος, μακριά επίπεδη ουρά και κοντά πόδια, που ζει στην Αυστραλία και την Τασμανία. Βλ. μονοτρήματα. ΣΥΝ. πλατύποδας [< γαλλ. ornithorynque, αγγλ. ornithorhynchus]

μονοτρήματα

μονοτρήματα μο-νο-τρή-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): ΖΩΟΛ. τάξη θηλαστικών (επιστ. ονομασ. Monotremata) με πολύ πρωτόγονα χαρακτηριστικά, παρόμοια με εκείνα των πουλιών και των ερπετών. Βλ. μυρμηγκοφάγος, ορνιθόρυγχος. [< γαλλ. monotrème, αγγλ. monotreme]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.