ορολογία [ὁρολογία] ο-ρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των εξειδικευμένων λέξεων, των όρων που χρησιμοποιούνται σε έναν γνωστικό τομέα, σε μια επιστήμη: βασική/γενική/ειδική/επαγγελματική/επιστημονική/τεχνική ~. Διεθνής/ξένη ~. Αθλητική/διπλωματική/εκκλησιαστική/εμπορική/επιχειρησιακή/ιατρική/κοινοτική/μουσική/ναυτική/(οικο)νομική/στρατιωτική ~. Η ~ του διαδικτύου/της πληροφορικής. Γλωσσάριο/λεξικό ~ας. Πβ. ονοματολογία. Βλ. αργκό, κοινωνιόλεκτος, μεταγλώσσα.2. ΓΛΩΣΣ. συστηματική μελέτη ειδικών όρων, λέξεων και εκφράσεων που χρησιμοποιούνται για να ονομάσουν πράγματα και έννοιες και οι γενικές αρχές που τη διέπουν: επιτροπή ~ας. Βλ. λεξικογραφία, ορογραφία, -λογία. [< γαλλ. terminologie, αγγλ. terminology]
αργκό
αργκό [ἀργκό] αρ-γκό ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: ΓΛΩΣΣ. ιδιόλεκτος κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας που παρουσιάζει απόκλιση από την καθομιλουμένη και θεωρείται ακατάλληλη σε επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας: αθλητική/δημοσιογραφική/νεανική/ποδοσφαιρική/στρατιωτική ~. Η ~ του διαδικτύου/υποκόσμου. Πβ. ζαργκόν, κοινωνιόλεκτος, σλανγκ, συνθηματική γλώσσα. [< γαλλ. argot]
λεξικογραφία
λεξικογραφία λε-ξι-κο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΛΕΞΙΚΟΓΡ. επιστημονική μελέτη και πρακτική των αρχών και μεθόδων σύνταξης λεξικών: διαδικτυακή/δίγλωσση/ελληνική/ηλεκτρονική/θεωρητική (= μετα~)/λατινική/παιδική/πολύγλωσση/σύγχρονη/υπολογιστική ~. Βλ. -γραφία, λεξικολογία. [< γαλλ. lexicographie, αγγλ. lexicography]