Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ορολογία [ὁρολογία] ο-ρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των εξειδικευμένων λέξεων, των όρων που χρησιμοποιούνται σε έναν γνωστικό τομέα, σε μια επιστήμη: βασική/γενική/ειδική/επαγγελματική/επιστημονική/τεχνική ~. Διεθνής/ξένη ~. Αθλητική/διπλωματική/εκκλησιαστική/εμπορική/επιχειρησιακή/ιατρική/κοινοτική/μουσική/ναυτική/(οικο)νομική/στρατιωτική ~. Η ~ του διαδικτύου/της πληροφορικής. Γλωσσάριο/λεξικό ~ας. Πβ. ονοματολογία. Βλ. αργκό, κοινωνιόλεκτος, μεταγλώσσα. 2. ΓΛΩΣΣ. συστηματική μελέτη ειδικών όρων, λέξεων και εκφράσεων που χρησιμοποιούνται για να ονομάσουν πράγματα και έννοιες και οι γενικές αρχές που τη διέπουν: επιτροπή ~ας. Βλ. λεξικογραφία, ορογραφία, -λογία. [< γαλλ. terminologie, αγγλ. terminology]

αργκό

αργκό[ἀργκό] αρ-γκό ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: ΓΛΩΣΣ. ιδιόλεκτος κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας που παρουσιάζει απόκλιση από την καθομιλουμένη και θεωρείται ακατάλληλη σε επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας: αθλητική/δημοσιογραφική/νεανική/ποδοσφαιρική/στρατιωτική ~. Η ~ του διαδικτύου/υποκόσμου. Πβ. ζαργκόν, κοινωνιόλεκτος, σλανγκ, συνθηματική γλώσσα. [< γαλλ. argot]

λεξικογραφία

λεξικογραφίαλε-ξι-κο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΛΕΞΙΚΟΓΡ. επιστημονική μελέτη και πρακτική των αρχών και μεθόδων σύνταξης λεξικών: διαδικτυακή/δίγλωσση/ελληνική/ηλεκτρονική/θεωρητική (= μετα~)/λατινική/παιδική/πολύγλωσση/σύγχρονη/υπολογιστική ~. Βλ. -γραφία, λεξικολογία. [< γαλλ. lexicographie, αγγλ. lexicography]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.