Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ορολογικός , ή, ό [ὁρολογικός] ο-ρο-λο-γι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην οροδιαγνωστική: ~ός: δείκτης/έλεγχος (για ιό). ~ή: ανάλυση/ανίχνευση/μελέτη (αντισωμάτων)/τυποποίηση. ~ές: αντιδράσεις/δοκιμασίες/εξετάσεις. ~ά: ευρήματα. Βλ. ιολογικός. 2. που σχετίζεται με την ορολογία: ~ή: εργασία/συνέπεια (κειμένου). ~ό: γλωσσάριο/λεξικό. ~οί: πόροι. ~ές: βάσεις (δεδομένων). [< 1: γαλλ. sérologique, 1916, αγγλ. serologic(al) 2: γαλλ. terminologique, αγγλ. terminological]

ιολογικός

ιολογικός, ή, ό [ἰολογικός] ι-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τους ιούς ή την ιολογία: ~ός: έλεγχος. ~ό: εργαστήριο. ~ές: ασθένειες/εξετάσεις. [< αγγλ. virological, 1953, γαλλ. virologique]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.