Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • ορυκτό [ὀρυκτό] ο-ρυ-κτό ουσ. (ουδ.): ΟΡΥΚΤ. ομοιογενής ανόργανη κρυσταλλική ένωση στερεάς μορφής που συναντάται στη φύση με συγκεκριμένη χημική σύσταση και χαρακτηριστική κρυσταλλική δομή: ακατέργαστο/αργιλικό/βιομηχανικό/ηφαιστειογενές/(μη) μεταλλικό/πετρογενετικό/ραδιενεργό/σιδηρούχο/φωσφορούχο ~. Πολύτιμο/σπάνιο ~. Ένυδρα ~ά. Εξόρυξη/κατεργασία/ταξινόμηση ~ών. Βλ. μετάλλευμα. [< αρχ. ὀρυκτόν, γαλλ. minéral]
  • ορυκτολογία [ὀρυκτολογία] ο-ρυ-κτο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΟΡΥΚΤ. κλάδος της γεωλογίας με αντικείμενο τη μελέτη της χημικής σύνθεσης, της κρυσταλλικής δομής, των φυσικών ιδιοτήτων, της γένεσης και ταξινόμησης των ορυκτών: εφαρμοσμένη/οπτική/περιβαλλοντική/συστηματική ~. Βλ. κοιτασματο-, πετρο-λογία. [< γαλλ. oryctologie, αγγλ. oryctology]
  • ορυκτολογικός , ή, ό [ὀρυκτολογικός] ο-ρυ-κτο-λο-γι-κός επίθ.: ΟΡΥΚΤ. που σχετίζεται με την ορυκτολογία ή τον ορυκτολόγο: ~ή: ανάλυση/κατεργασία/μελέτη/συλλογή/σύσταση. ~ό: μουσείο. ~ές: φάσεις. ~ά: δεδομένα/συστατικά/χαρακτηριστικά. [< γαλλ. oryctologique, αγγλ. oryctological]
  • ορυκτολόγος [ὀρυκτολόγος] ο-ρυ-κτο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας ειδικός στην ορυκτολογία: ~-γεωλόγος/πετρολόγος. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. oryctologue, αγγλ. oryctologist]
  • ορυκτός , ή, ό [ὀρυκτός] ο-ρυ-κτός επίθ.: ΟΡΥΚΤ. που σχετίζεται με τα ορυκτά ή προέρχεται από αυτά: ~ός: άνθρακας (= γαιάνθρακας). ~ή: μάζα/πίσσα/σύνθεση/ψηφίδα. ~ό: αλάτι/γυαλί/κρύσταλλο. ~οί: πόροι. ~ές: ίνες/ουσίες/πέτρες/πηγές (ενέργειας)/πρώτες ύλες/σκόνες. ~ά: άλατα/καύσιμα (π.χ. λιθάνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο)/λάδια/υλικά. ● ΣΥΜΠΛ.: ορυκτός πλούτος: τα αξιοποιήσιμα ορυκτά μιας περιοχής ή χώρας: (υπο)θαλάσσιος ~ ~. Αποθέματα ~ού ~ου., αργό πετρέλαιο βλ. πετρέλαιο [< αρχ. ὀρυκτός ‘σκαμμένος’]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

μετάλλευμα

μετάλλευμα με-τάλ-λευ-μα ουσ. (ουδ.) {μεταλλεύμ-ατος | -ατα, -άτων} ΓΕΩΛ.-ΜΕΤΑΛΛ.-ΟΡΥΚΤ. 1. ορυκτό που περιέχει εκμεταλλεύσιμη ποσότητα ενός ή περισσοτέρων μετάλλων: πολύτιμο/ραδιενεργό/σπάνιο ~. ~ σιδήρου (= σιδηρο~). ~ατα μολύβδου/χαλκού/χρυσού/ψευδαργύρου. Εμπλουτισμός ~άτων. Η περιοχή είναι πλούσια σε ~ατα. ΣΥΝ. μαντέμι (2) 2. κάθε αξιοποιήσιμη ορυκτή πρώτη ύλη: ~ατα μαγγανίου. [< μτγν. μετάλλευμα]

πετρέλαιο

πετρέλαιο πε-τρέ-λαι-ο ουσ. (ουδ.) {πετρελαί-ου}: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. υγρό ορυκτό εύφλεκτο καύσιμο, μείγμα υδρογονανθράκων και άλλων οργανικών ενώσεων φυσικής προέλευσης, ελαιώδες ή παχύρρευστο, με καστανό-μαύρο ή καστανό-κίτρινο χρώμα και χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή, αδιάλυτο στο νερό και ελαφρύτερο από αυτό, το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή ενέργειας, αλλά και πρώτη ύλη για την παραγωγή πολλών προϊόντων: ~ εσωτερικής καύσης/θέρμανσης/κίνησης (: που χρησιμοποιείται σε κινητήρες οχημάτων). ~ ντίζελ. Αγωγός/άντληση/αποθέματα/γεώτρηση/δεξαμενή/διανομή/εξόρυξη/κατανάλωση ~ου. Παράγωγα ~ου (= πετρελαιοειδή). Δημιουργία του ~ου (: από την αποσύνθεση κυρ. θαλάσσιων φυτικών και ζωικών οργανισμών που εγκλείστηκαν σε πετρώματα σε μεγάλο βάθος στη Γη). Καυστήρας/λάμπα/σόμπα ~ου. Βιομηχανίες/εταιρείες ~ου (= πετρελαιοβιομηχανίες). Λάδια από ~. Ρύπανση από το ~. Βρέθηκε ~ (= κοιτάσματα ~ου). Το ~ ανήκει στις εξαντλήσιμες/μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εργοστάσια/µηχανές/οχήματα που καίνε ~.|| Γεωλογία/Τεχνολογία ~ου. Μηχανική ~ων. Βλ. πετροχημικά.|| (ΟΙΚΟΝ.) Στα ... δολάρια το βαρέλι διαμορφώθηκε η τιμή του ~ου. ΣΥΝ. μαύρος χρυσός ● ΣΥΜΠΛ.: (κλασματική) απόσταξη πετρελαίου: η σημαντικότερη διαδικασία της διύλισης η οποία πραγματοποιείται σε υψικάμινους, όπου με θέρμανση οι βαρύτεροι υδρογονάνθρακες υγροποιούνται, ενώ οι ελαφρύτεροι παραμένουν σε αέρια κατάσταση και λαμβάνονται από ειδικές εξόδους: προϊόντα της ~ης ~ (= κλάσματα ~ου) (: αιθ-, βουτ-, μεθ-, προπ-άνιο, κηροζίνη, ορυκτέλαια)., αργό πετρέλαιο & ακάθαρτο/ακατέργαστο/ορυκτό/μπρεντ πετρέλαιο: πετρέλαιο στη φυσική του μορφή, όπως εξάγεται από τις πετρελαιοπηγές. [< αγγλ. crude oil] , βαρύ πετρέλαιο: μαζούτ., διύλιση πετρελαίου: ειδική κατεργασία διαχωρισμού του αργού πετρελαίου στα προϊόντα του, μέσω της συνεχούς κλασματικής απόσταξης. Βλ. αποθείωση., φωτιστικό πετρέλαιο: κηροζίνη. [< γαλλ. pétrole lampant] , κηλίδα πετρελαίου βλ. κηλίδα, τόνος ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ) βλ. τόνος2, υγροποιημένο αέριο πετρελαίου βλ. αέριο ● ΦΡ.: μου άλλαξε τα φώτα βλ. φως [< μεσν. πετρέλαιον, γαλλ. pétrole, αγγλ. petroleum, γερμ. Petroleum]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.