ορυκτό [ὀρυκτό] ο-ρυ-κτό ουσ. (ουδ.): ΟΡΥΚΤ. ομοιογενής ανόργανη κρυσταλλική ένωση στερεάς μορφής που συναντάται στη φύση με συγκεκριμένη χημική σύσταση και χαρακτηριστική κρυσταλλική δομή: ακατέργαστο/αργιλικό/βιομηχανικό/ηφαιστειογενές/(μη) μεταλλικό/πετρογενετικό/ραδιενεργό/σιδηρούχο/φωσφορούχο ~. Πολύτιμο/σπάνιο ~. Ένυδρα ~ά. Εξόρυξη/κατεργασία/ταξινόμηση ~ών. Βλ. μετάλλευμα. [< αρχ. ὀρυκτόν, γαλλ. minéral]
ορυκτολογία [ὀρυκτολογία] ο-ρυ-κτο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΟΡΥΚΤ. κλάδος της γεωλογίας με αντικείμενο τη μελέτη της χημικής σύνθεσης, της κρυσταλλικής δομής, των φυσικών ιδιοτήτων, της γένεσης και ταξινόμησης των ορυκτών: εφαρμοσμένη/οπτική/περιβαλλοντική/συστηματική ~. Βλ. κοιτασματο-, πετρο-λογία. [< γαλλ. oryctologie, αγγλ. oryctology]
ορυκτολογικός , ή, ό [ὀρυκτολογικός] ο-ρυ-κτο-λο-γι-κός επίθ.: ΟΡΥΚΤ. που σχετίζεται με την ορυκτολογία ή τον ορυκτολόγο: ~ή: ανάλυση/κατεργασία/μελέτη/συλλογή/σύσταση. ~ό: μουσείο. ~ές: φάσεις. ~ά: δεδομένα/συστατικά/χαρακτηριστικά. [< γαλλ. oryctologique, αγγλ. oryctological]
ορυκτός , ή, ό [ὀρυκτός] ο-ρυ-κτός επίθ.: ΟΡΥΚΤ. που σχετίζεται με τα ορυκτά ή προέρχεται από αυτά: ~ός: άνθρακας (= γαιάνθρακας). ~ή: μάζα/πίσσα/σύνθεση/ψηφίδα. ~ό: αλάτι/γυαλί/κρύσταλλο. ~οί: πόροι. ~ές: ίνες/ουσίες/πέτρες/πηγές (ενέργειας)/πρώτες ύλες/σκόνες. ~ά: άλατα/καύσιμα (π.χ. λιθάνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο)/λάδια/υλικά. ● ΣΥΜΠΛ.: ορυκτός πλούτος: τα αξιοποιήσιμα ορυκτά μιας περιοχής ή χώρας: (υπο)θαλάσσιος ~ ~. Αποθέματα ~ού ~ου., αργό πετρέλαιο βλ. πετρέλαιο [< αρχ. ὀρυκτός ‘σκαμμένος’]
-λόγος
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος.2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~.3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~.4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
μετάλλευμα
μετάλλευμα με-τάλ-λευ-μα ουσ. (ουδ.) {μεταλλεύμ-ατος | -ατα, -άτων} ΓΕΩΛ.-ΜΕΤΑΛΛ.-ΟΡΥΚΤ. 1. ορυκτό που περιέχει εκμεταλλεύσιμη ποσότητα ενός ή περισσοτέρων μετάλλων: πολύτιμο/ραδιενεργό/σπάνιο ~. ~ σιδήρου (= σιδηρο~). ~ατα μολύβδου/χαλκού/χρυσού/ψευδαργύρου. Εμπλουτισμός ~άτων. Η περιοχή είναι πλούσια σε ~ατα. ΣΥΝ. μαντέμι (2) 2. κάθε αξιοποιήσιμη ορυκτή πρώτη ύλη: ~ατα μαγγανίου. [< μτγν. μετάλλευμα]
πετρέλαιο
πετρέλαιο πε-τρέ-λαι-ο ουσ. (ουδ.) {πετρελαί-ου}: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. υγρό ορυκτό εύφλεκτο καύσιμο, μείγμα υδρογονανθράκων και άλλων οργανικών ενώσεων φυσικής προέλευσης, ελαιώδες ή παχύρρευστο, με καστανό-μαύρο ή καστανό-κίτρινο χρώμα και χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή, αδιάλυτο στο νερό και ελαφρύτερο από αυτό, το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή ενέργειας, αλλά και πρώτη ύλη για την παραγωγή πολλών προϊόντων: ~ εσωτερικής καύσης/θέρμανσης/κίνησης (: που χρησιμοποιείται σε κινητήρες οχημάτων). ~ ντίζελ. Αγωγός/άντληση/αποθέματα/γεώτρηση/δεξαμενή/διανομή/εξόρυξη/κατανάλωση ~ου. Παράγωγα ~ου (= πετρελαιοειδή). Δημιουργία του ~ου (: από την αποσύνθεση κυρ. θαλάσσιων φυτικών και ζωικών οργανισμών που εγκλείστηκαν σε πετρώματα σε μεγάλο βάθος στη Γη). Καυστήρας/λάμπα/σόμπα ~ου. Βιομηχανίες/εταιρείες ~ου (= πετρελαιοβιομηχανίες). Λάδια από ~. Ρύπανση από το ~. Βρέθηκε ~ (= κοιτάσματα ~ου). Το ~ ανήκει στις εξαντλήσιμες/μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εργοστάσια/µηχανές/οχήματα που καίνε ~.|| Γεωλογία/Τεχνολογία ~ου. Μηχανική ~ων. Βλ. πετροχημικά.|| (ΟΙΚΟΝ.) Στα ... δολάρια το βαρέλι διαμορφώθηκε η τιμή του ~ου. ΣΥΝ. μαύρος χρυσός ● ΣΥΜΠΛ.: (κλασματική) απόσταξη πετρελαίου: η σημαντικότερη διαδικασία της διύλισης η οποία πραγματοποιείται σε υψικάμινους, όπου με θέρμανση οι βαρύτεροι υδρογονάνθρακες υγροποιούνται, ενώ οι ελαφρύτεροι παραμένουν σε αέρια κατάσταση και λαμβάνονται από ειδικές εξόδους: προϊόντα της ~ης ~ (= κλάσματα ~ου) (: αιθ-, βουτ-, μεθ-, προπ-άνιο, κηροζίνη, ορυκτέλαια)., αργό πετρέλαιο & ακάθαρτο/ακατέργαστο/ορυκτό/μπρεντ πετρέλαιο: πετρέλαιο στη φυσική του μορφή, όπως εξάγεται από τις πετρελαιοπηγές. [< αγγλ. crude oil] , βαρύ πετρέλαιο: μαζούτ., διύλιση πετρελαίου: ειδική κατεργασία διαχωρισμού του αργού πετρελαίου στα προϊόντα του, μέσω της συνεχούς κλασματικής απόσταξης. Βλ. αποθείωση., φωτιστικό πετρέλαιο: κηροζίνη. [< γαλλ. pétrole lampant] , κηλίδα πετρελαίου βλ. κηλίδα, τόνος ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ) βλ. τόνος2, υγροποιημένο αέριο πετρελαίου βλ. αέριο ● ΦΡ.: μου άλλαξε τα φώτα βλ. φως [< μεσν. πετρέλαιον, γαλλ. pétrole, αγγλ. petroleum, γερμ. Petroleum]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.