Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • οσμή [ὀσμή] ο-σμή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): καθετί που γίνεται αντιληπτό με την όσφρηση ή τη διεγείρει: ανεπαίσθητη/ανεπιθύμητη/αποπνικτική/αρωματική/ασυνήθιστη/άσχημη/αφόρητη/βαριά/γλυκιά/διαπεραστική/διάχυτη/δυνατή/ελαφριά/ενοχλητική/ευχάριστη (πβ. άρωμα, ευοσμία)/ισχυρή/κακή (= δυσοσμία)/καλή/μεθυστική/ουδέτερη/χαρακτηριστική ~. Ανθρώπινες/φυσικές ~ές. Η ~ του δέρματος/ιδρώτα/καπνού/στόματος (= κακοσμία)/σώματος. ~ αερίου/αμμωνίας/μέντας/μούχλας/τυριού/ψαριού. Έντονη ~ από καμένο λάστιχο/πλαστικό. Τα φύλλα αναδίδουν ~ λεμονιού. Σπρέι που απορροφά/εξουδετερώνει τις δυσάρεστες ~ές της κουζίνας. Έκλυση/εξάλειψη (= απόσμηση)/μείωση των ~ών. Φίλτρο άνθρακα για την κατακράτηση των ~ών. Βλ. αποφορά, βρόμα, δυσωδία, ευωδιά, μπόχα.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ~ διαφθοράς/θανάτου/σκανδάλου (βλ. μυρίζει). ΣΥΝ. μυρωδιά (1) [< αρχ. ὀσμή]
  • οσμηρός , ή, ό [ὀσμηρός] ο-σμη-ρός επίθ. (σπάν.-επίσ.): που αναδίδει έντονη, χαρακτηριστική οσμή: ~ές: ενώσεις/ουσίες. ~ά: συστατικά/υγρά. Βλ. -ηρός, ά-, δύσ-, εύ-, κάκ-οσμος. [< μτγν. ὀσμηρός, αγγλ. odorous]

αποφορά

αποφορά [ἀποφορά] α-πο-φο-ρά ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. πολύ έντονη κακοσμία: βαριά ~. ~ απορριμμάτων/πτώματος/ωμού κρέατος. Πβ. βρόμα, δυσ-οσμία, -ωδία, μπόχα. ΑΝΤ. ευωδιά 2. (μτφ.) απεχθής κατάσταση: ~ των σκανδάλων. Σαπίλα και ~. [< μτγν. ἀποφορά]

-ηρός

-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.