οσμή [ὀσμή] ο-σμή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): καθετί που γίνεται αντιληπτό με την όσφρηση ή τη διεγείρει: ανεπαίσθητη/ανεπιθύμητη/αποπνικτική/αρωματική/ασυνήθιστη/άσχημη/αφόρητη/βαριά/γλυκιά/διαπεραστική/διάχυτη/δυνατή/ελαφριά/ενοχλητική/ευχάριστη (πβ. άρωμα, ευοσμία)/ισχυρή/κακή (= δυσοσμία)/καλή/μεθυστική/ουδέτερη/χαρακτηριστική ~. Ανθρώπινες/φυσικές ~ές. Η ~ του δέρματος/ιδρώτα/καπνού/στόματος (= κακοσμία)/σώματος. ~ αερίου/αμμωνίας/μέντας/μούχλας/τυριού/ψαριού. Έντονη ~ από καμένο λάστιχο/πλαστικό. Τα φύλλα αναδίδουν ~ λεμονιού. Σπρέι που απορροφά/εξουδετερώνει τις δυσάρεστες ~ές της κουζίνας. Έκλυση/εξάλειψη (= απόσμηση)/μείωση των ~ών. Φίλτρο άνθρακα για την κατακράτηση των ~ών. Βλ. αποφορά, βρόμα, δυσωδία, ευωδιά, μπόχα.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ~ διαφθοράς/θανάτου/σκανδάλου (βλ. μυρίζει). ΣΥΝ. μυρωδιά (1) [< αρχ. ὀσμή]
-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.