Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οσμηρός , ή, ό [ὀσμηρός] ο-σμη-ρός επίθ. (σπάν.-επίσ.): που αναδίδει έντονη, χαρακτηριστική οσμή: ~ές: ενώσεις/ουσίες. ~ά: συστατικά/υγρά. Βλ. -ηρός, ά-, δύσ-, εύ-, κάκ-οσμος. [< μτγν. ὀσμηρός, αγγλ. odorous]

-ηρός

-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.