οστεοαρθρίτιδα [ὀστεοαρθρίτιδα] ο-στε-ο-αρ-θρί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αρθροπάθεια που χαρακτηρίζεται από εκφυλισμό και σταδιακή καταστροφή του αρθρικού χόνδρου, εκφυλιστική αρθρίτιδα: μετατραυματική/συμπτωματική/χρόνια ~. ~ του γόνατος/του ισχίου/της σπονδυλικής στήλης. Βλ. οστεοπόρωση. [< γαλλ. ostéoarthrite, αγγλ. osteoarthritis]
οστεοπόρωση
οστεοπόρωση [ὀστεοπόρωση] ο-στε-ο-πό-ρω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μεταβολική νόσος η οποία προσβάλλει κυρ. μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες και χαρακτηρίζεται από απώλεια οστικής μάζας με αποτέλεσμα την αυξημένη ευθραυστότητα των οστών και τον κίνδυνο καταγμάτων: δευτεροπαθής/μετεµµηνοπαυσιακή/παροδική ~. Διάγνωση/πρόληψη της ~ης.|| Ανδρική ~. [< γαλλ. ostéoporose, αγγλ. osteoporosis]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.