Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οστεοαρθρίτιδα [ὀστεοαρθρίτιδα] ο-στε-ο-αρ-θρί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αρθροπάθεια που χαρακτηρίζεται από εκφυλισμό και σταδιακή καταστροφή του αρθρικού χόνδρου, εκφυλιστική αρθρίτιδα: μετατραυματική/συμπτωματική/χρόνια ~. ~ του γόνατος/του ισχίου/της σπονδυλικής στήλης. Βλ. οστεοπόρωση. [< γαλλ. ostéoarthrite, αγγλ. osteoarthritis]

οστεοπόρωση

οστεοπόρωση [ὀστεοπόρωση] ο-στε-ο-πό-ρω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μεταβολική νόσος η οποία προσβάλλει κυρ. μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες και χαρακτηρίζεται από απώλεια οστικής μάζας με αποτέλεσμα την αυξημένη ευθραυστότητα των οστών και τον κίνδυνο καταγμάτων: δευτεροπαθής/μετεµµηνοπαυσιακή/παροδική ~. Διάγνωση/πρόληψη της ~ης.|| Ανδρική ~. [< γαλλ. ostéoporose, αγγλ. osteoporosis]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.