Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οστρακοειδής , ής, ές [ὀστρακοειδής] ο-στρα-κο-ει-δής επίθ. (σπάν.): που μοιάζει με όστρακο: ~είς: σχηματισμοί. ● Ουσ.: οστρακοειδή (τα) {σπανιότ. στον εν. οστρακοειδές}: ΖΩΟΛ. περιληπτική ονομασία για κάθε ασπόνδυλο υδρόβιο οστρακοφόρο ζώο (π.χ. μαλάκια, καρκινοειδή): δίθυρα (π.χ. στρείδια)/φρέσκα ~. Αλιεία/καλλιέργεια ~ών.|| Σαλάτα από ~. Πβ. φρούτα της θάλασσας. ΣΥΝ. όστρακα, οστρακώδη [< γαλλ. crustacés, αγγλ. ostracoid]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.