Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ουδετεροποίηση [οὐδετεροποίηση] ου-δε-τε-ρο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) υιοθέτηση ουδέτερης στάσης: κοινωνική/πολιτική ~. ~ της περιοχής. 2. ΧΗΜ. αντίδραση οξέος με βάση για τον σχηματισμό ουδέτερου διαλύματος: ~ των ελεύθερων ριζών/του πεχά. ΣΥΝ. εξουδετέρωση (2) [< γαλλ. neutralisation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.