ουδετεροποιώ [οὐδετεροποιῶ] ου-δε-τε-ρο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {-είς ... | ουδετεροποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος}: κάνω κάτι ουδέτερο: (ΧΗΜ.) Τα αντιοξειδωτικά ~ούν τις ελεύθερες ρίζες (πβ. εξουδετερώνω). Η επίδραση του φαρμάκου ~ήθηκε. ~ημένη: φορμόλη. ~ημένα: αντισώματα.|| (μτφ.) ~ησε τη στάση του απέναντι στο ζήτημα. Βλ. εξισορροπώ, μετριάζω. [< γαλλ. neutraliser]
εξισορροπώ
εξισορροπώ [ἐξισορροπῶ] ε-ξι-σορ-ρο-πώ ρ. (μτβ.) {εξισορροπ-εί, -ώντας | εξισορρόπ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: φέρνω ισορροπία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες αντίθετες δυνάμεις, καταστάσεις: Κανόνες που ~ούν την προσφορά με τη ζήτηση. Οι πτωτικές τάσεις ~ήθηκαν. Πβ. αντισταθμίζω, ισοζυγίζω, ισοσκελίζω, ισοσταθμίζω, ισορροπώ. ● βλ. εξισορροπημένος
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.