Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ουδετεροποιώ [οὐδετεροποιῶ] ου-δε-τε-ρο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {-είς ... | ουδετεροποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος}: κάνω κάτι ουδέτερο: (ΧΗΜ.) Τα αντιοξειδωτικά ~ούν τις ελεύθερες ρίζες (πβ. εξουδετερώνω). Η επίδραση του φαρμάκου ~ήθηκε. ~ημένη: φορμόλη. ~ημένα: αντισώματα.|| (μτφ.) ~ησε τη στάση του απέναντι στο ζήτημα. Βλ. εξισορροπώ, μετριάζω. [< γαλλ. neutraliser]

εξισορροπώ

εξισορροπώ [ἐξισορροπῶ] ε-ξι-σορ-ρο-πώ ρ. (μτβ.) {εξισορροπ-εί, -ώντας | εξισορρόπ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: φέρνω ισορροπία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες αντίθετες δυνάμεις, καταστάσεις: Κανόνες που ~ούν την προσφορά με τη ζήτηση. Οι πτωτικές τάσεις ~ήθηκαν. Πβ. αντισταθμίζω, ισοζυγίζω, ισοσκελίζω, ισοσταθμίζω, ισορροπώ. ● βλ. εξισορροπημένος

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.