Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ουδός [οὐδός] ου-δός ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. η ελάχιστη ένταση ερεθίσματος που απαιτείται, για να προκαλέσει διέγερση και να γίνει αντιληπτό: αναερόβιος/χαμηλός ~. ~ ακοής/πόνου.|| Νεφρικός ~ (: επίπεδο απέκκρισης της γλυκόζης από τους νεφρούς). ΣΥΝ. κατώφλι (2) [< αρχ. οὐδός ‘κατώφλι, είσοδος’, αγγλ. threshold]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.