Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ουζοκατάνυξη [oὐζοκατάνυξη] ου-ζο-κα-τά-νυ-ξη ουσ. (θηλ.) (οικ.): κατανάλωση με παρέα μεγάλης ποσότητας ούζου: ολονύκτια ~. ~ με θαλασσινούς μεζέδες. Βλ. κρασο-, τσιπουρο-κατάνυξη.

κρασο-

κρασο-& κρασ-: α' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στο κρασί: κρασο-βάρελο/~πότηρο. ~στάφυλο. ~κούλουρα. Κρασο-κατάνυξη.|| (ως χαρακτηρισμός, χιουμορ.) Κρασο-κανάτα/~πατέρας.|| Κρασ-άδικο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.